«Γόβα στιλέτο» γράφει η Mia Petra

Published by

on

4 λεπτά

Γόβα στιλέτο…

Η γόβα στιλέτοπροηγήθηκε τής ανεπιτήδευτα κομψής κυρίας που βγήκε από ένα ασημί αυτοκίνητο πατώντας το πόδι της στο πεζοδρόμιο, μα το τρίξιμο -στις πλάκες τού πεζοδρομίου- έγινε αντιληπτό μόνο από τους αρουραίους κάτω από τη γη, που εκείνη την ώρα έπιναν τον πρώτο καφέ τής ημέρας. Πέρα από το τρίξιμο όμως, ήταν κι αυτό το μεθυστικό άρωμα..

..που όχι, δεν ήταν από τον καφέ τους, αλλά από αυτό το χαρακτηριστικό κράμα σανταλόξυλου και πούδρας, που μπορεί να μην ανάσταινε νεκρούς, σίγουρα όμως μεθούσε μέχρι τελικής πτώσεως, αρουραίους κι ανθρώπους.

Άνθρωπος ήταν κι ο Σταμάτης Αρνής, κι ας μην το μαρτυρούσε το επίθετο, που ήταν η αιτία να του λένε χαζοχαρούμενα, «χρόνια πολλά» κάθε Πάσχα! Για εκδίκηση κι αυτός, όχι μόνο δεν το άλλαξε, αλλά έγινε ένας από τους καλύτερους συγγραφείς ψυχολογικών θρίλερ. Ε, ναι. Όπως σε όλη την πλάση τριγύρω, πρώτα προηγήθηκε το άρωμα τής εν λόγω κυρίας -ήταν στη βεράντα ο Αρνής, τί θέτε;- και μετά ακούστηκε κι η βελούδινη φωνή: «κύριε Αρνή, κύριε Αρνή!, με όχι και τόσο βελούδινη φωνή: «άνοιξε καλέ!»

Τεκέ είχε ρημαδοκαταλήξει το σαλόνι τέσσερις ώρες μετά, αφού ο Αρνής και η Διάσημη είχαν κατεβάσει τα κέρατά τους. Τα τσίπουρα κι οι μπύρες -για μεζέ ούτε λόγος- τα τσιγάρα πάφα πούφα, η οικειότητα σα να γνωρίζονταν από πάντα, η Διάσημη είχε πετάξει τις δωδεκάποντες στον αέρα, κι είχαν σταθεί η μια εδώ κι η άλλη.. ακόμα να τη βρει, ο δε Αρνής είχε ανοίξει τα γιουτιούμπια κι από το «γιατί δε με θες κυρά μου επειδή είμαι ψαράς» μέχρι το «στ’ ορκίζομαι Βαγγέλη μου, Βαγγέλη να σε θάααααψω, αυτή θα την εκδικηθώ, αυτή θα τήνε κάψω», τρία πακέτα τσιγάρα δρόμος. Ντίρλα την έκλεισαν τη συμφωνία: «Αρνή θα μου γράψεις τη βιογραφία;» «Ναι» απάντησε ο χαλβάς γιατί είχε αρχίσει και να τη ψιλογουσταρει τη μεγαλοκοπέλα. Η νύχτα τον βρήκε μόνο ωσάν λεμόν(ο)ι.

Το πρωί ξεμεθυσμένος (πάει την έκλαψε) να ψάχνει το χαρτί με το τηλέφωνο τής Διάσημης, και να πέφτει πότε σε γόπες και πότε σε άδεια μπουκάλια μπύρας, αλλά ακόμα κι όταν το βρήκε -κάτω από ένα τασάκι- σα να μην το είχε βρει ποτέ ήταν, αφού η κλήση του προωθούνταν! Νταν!!

Ένας πικρός καφές τον έφερε στα ίσα του -λέμε τώρα- κι άρχισε να αχνοθυμάται ότι η Διάσημη τού είχε τονίσει να το ράψει το στόμα του μετά τις αποκαλύψεις τής πρότερης ζωής της (βίος και πολιτεία η Διάσημη), που από τη μια τον είχαν ψιλοφτιάξει, αλλά από την άλλη είχε μείνει μαλάκας…

Ανασκαλεύοντας σουξέ τής εποχής του, πέντε μήνες μετά, κι ακούγοντας το διάσημο (τότε) «τί είχαμε τί χάσαμε ψωλέω σε ξεχάσαμε».. είπε διάσημο και χτύπησε καμπάνα μέσα στο κεφάλι τού Αρνή, αφού θυμήθηκε τη Διάσημη καψοκαλύβω που ήρθε, μέθυσε, κι απήλθε, κι έκτοτε δεν την αναζητούσαν μόνο η Κατερίνα Καινούργιου, ο Ερυθρός Σταυρός, ο Νίκος Ευαγγελάτος -οικογενειακώς αυτοί!- οι αρουραίοι, αλλά κι ο ίδιος ο Αρνής!

Δώδεκα φορές είχε ακούσει από το πρωί τα κάλαντα, παραμονή Χριστουγέννων γαρ, είχε αρχίσει να ψιλοτσιτώνει ο Αρνής. Εντάξει το έθιμο, αλλά νισάφι πια. Ένα δέντρο είπα να ρημαδοστολίσω κι εγώ τόσα χρόνια μετά, μου τα σπάσατε τα νεύρα. Με την πρώτη λάμπα τής νύχτας και υπό βροχή, χτύπησε για 13η φορά το κουδούνι. Άι σιχτίρ για κάλαντα, μονολογούσε ανοίγοντας, και κρατώντας ακόμα την πρίζα τών φωτακίων..

«Να τα πούμε;», τον ρώτησε ο μεσήλιξ που στεκόταν στο κατώφλι κρατώντας ένα καπέλο κι ένα μπουκάλι. -«Δε λες αλήθεια ρε φίλε! Σε κόβω πενηντάρη, κι ακόμα λες τα κάλαντα; Ρε μπας και είσαι κυριλέ κλέφτης; Καλό βόιδι κι εγώ, μου χτυπάνε κι ανοίγω στον κάθε τυχάρπαστο, μέρα που ‘ναι!» -«Ε, όχι και τυχάρπαστος το κολλητάρι ρε Αρνή!» -«Ναι, σε ήξερα και πέρσι» -«Και πέρσι όχι, αλλά από το καλοκαίρι σίγουρα» -«Ή εγώ έχω άνοια ή εσύ είσαι απατεώνας» -«Αρνή, χαλάρωσε αγόρι μου και φέρε δυο ποτήρια, έχω φέρει τσίπουρο» -«Ε, κι όποιος μού φέρνει τσίπουρο, πα ‘να πει ότι τον ξέρ..» -«Όχι, δεν τον ξέρεις. Αλλά τον ήξερες. Κάποτε» -«Μίλα καθαρά γιατί καλώ την αστυνομία» -«Γιατί δε με θες κυρά μου επειδή είμαι ψαράς» -«Ψαράς;» -«Ψαράς όχι, αλλά Διάσημη μια φορά, ήμουνα…» -«Και τώρα τί είσαι δηλαδή; δηλαδή.. το νιώθω να μου ‘ρχεται το εγκεφαλικό..» -«Αρνή, ήρθα να σου δώσω το φινάλε για το βιβλίο σου, ρε φίλε!» -«Το οποίο;» -«Το οποίο είμαι εγώ ολόκληρη! Ή μάλλον.. ολόκληρος! Ρε Αρνή, ρε θηρίο, δε χάρηκες που βρήκα επιτέλους την ταυτότητά μου η Διάσημη;»

Μία απάντηση στο “«Γόβα στιλέτο» γράφει η Mia Petra”

  1. Giannis Pit Άβαταρ

    Αυτή κι αν είναι ανατροπή για τον κύριο Αρνή. Αυτή κι αν ήταν έκπληξη, εντελώς αναπάντεχη. Χωρίς καν να μπορέσει να τη φανταστεί κάπως.

    Πέτρα μου, το χιούμορ σου έρχεται να βάλει έντονα τη σφραγίδα του, στο διήγημά σου, καλή μου φίλη. Και να μάς το δώσει με τρόπο χαριτωμένο και διαφορετικό.

    Να είσαι καλά, αγαπημένη μου φίλη και σε ευχαριστώ.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε