«Όλα στο φως» της ANNA FLO

Published by

on

10 λεπτά

«Όλα στο φως»

ΝΑ ΜΗ ΞΑΝΑΠΛΗΣΙΑΣΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ, ΑΚΟΥΣ; ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΕΨΩ ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΠΕΙ ΣΕ ΤΕΤΟΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ  ΣΑΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΟΥ.

 Αυτά τα  λόγια, οι φωνές μάλλον του πατέρα της Ελίνας αντηχούν στα αυτιά του, όλη την ώρα που οδηγεί. 

 Και ήταν τόσο όμορφη βραδιά, παρόλο το κρύο.  Θα συναντούσε τους  γονείς  της αγαπημένης του για πρώτη φορά.   Η μητέρα της είχε σκύψει το κεφάλι καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης, αποφεύγοντας το βλέμμα της κόρης της. Αλλά ο πατέρας της ωρυόταν. 

Κάποιος 

του αναβόσβηνε τα φώτα πίσω… ναι έπρεπε να αυξήσει ταχύτητα, γιατί οι σκέψεις του κόντευαν να σταματήσουν το αμάξι.

Σουρούπωνε πια σιγά σιγά, και ανεβαίνοντας για το χωριό, σκαρφαλώνοντας στην πλαγιά του βουνού για το πατρικό σπίτι, το κρύο άρχισε να γίνεται εντονότερο. Μετά τη δεύτερη   στροφή, άρχισε και η χιονοβροχή.

Είχε ντυθεί ζεστά, αλλά ήταν παγωμένος ως το κόκκαλο. Η ψυχή του είχε τρομάξει από το μίσος που είδε στα μάτια του πατέρα της αγαπημένης του. Γιατί;

Μια χαρά οικογένεια είχε, έναν πατέρα εργατικό και έντιμο, η μητέρα του όσο ζούσε, πάντα ασχολιόταν με   φιλανθρωπικές δράσεις. Κι εκείνος, ο μοναχογιός τους, ποτέ δεν έδωσε δικαιώματα για έναν άσχημο λόγο.

  Κανένας ποτέ δεν του είπε άσχημη κουβέντα για την οικογένειά του. Τι ήταν όλη αυτή η κακία του πατέρα της Ελίνας;  

Τα δέντρα αραίωναν λίγο, άρα πλησίαζε  την μεγάλη στροφή, την τελευταία, που θα τον έβγαζε στο χωριό. Ένα μεγάλο χωριό που τώρα τα περισσότερα σπίτια του παρέμεναν κλειστά. Το καλοκαίρι έσφυζε από ζωή, αλλά το χειμώνα ερημιά και μοναξιά .

Πλατάνια τεράστια αγκάλιαζαν τα πετρόχτιστα σπίτια, ενώ το ποτάμι τους, ο θεός ποταμός όπως τον έλεγαν, κυλούσε με ορμή στα πόδια τους.

Στην άκρη του χωριού, 

τελευταίο στην πλαγιά ήταν το πατρικό του. Ήθελε συντήρηση. Εκείνος θα πλήρωνε τις επισκευές, αλλά παρακάλεσε τον πατέρα του να επιβλέπει. Βλέπεις, ο ένας είναι εργαζόμενος και ο άλλος συνταξιούχος, έτσι του είπε και έκαμψε τις αντιρρήσεις του. Τώρα που το θυμήθηκε, δεν ήθελε ο πατέρας του να το φτιάξουν. Είχε αντιρρήσεις όντως, δεν πήγαινε στο χωριό για πολλά χρόνια, ούτε διακοπές έκαναν εκεί,  με τη δικαιολογία ότι το σπίτι ήταν ακατοίκητο και εγκαταλειμμένο. Το κληρονόμησε ο Στέφανος από τον παππού Στεφανή, αλλά μετά το θάνατο του παππού, που έφυγε ξαφνικά, δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Απορίας άξιον.

Τα φώτα του αυτοκινήτου 

ήταν τα μόνα που τρύπαγαν το σκοτάδι,  στο μοναδικό δρόμο   του χωριού, ενώ σκαλοπάτια ή ανηφορικά μονοπάτια στο πλάι, οδηγούσαν πιο ψηλά. Ξαφνικά ένα μπουρίνι ξέσπασε.

Δυνατός άνεμος και χιόνι κανονικό πλέον, έδερνε όλο το χωριό. Χρειάστηκε να κρατήσει το τιμόνι γερά και να επιταχύνει για να φτάσει στο σπίτι.

Σκοτάδι και παγωνιά. Δεν φαινόταν ψυχή στο σπίτι. Τα οικοδομικά υλικά στην αυλή και το αμάξι του πατέρα του στο γκαράζ, εμπόδιζαν τον Στέφανο να παρκάρει. Ας μη γίνει κάτι άσχημο και  πάθει ζημιά το αμαξάκι του, καινούργιο ήταν.  Με μεγάλη προσοχή προχώρησε προς το σπίτι γιατί η χιονοθύελλα είχε αγριέψει. Είχε αλλάξει η πόρτα, και τα κουφώματα αλλά και  τα παράθυρα, όλα  ήταν καινούργια. Γερό ξύλο να ταιριάζει με την πέτρα, έτσι ήθελε.

Χτύπησε δυνατά την πόρτα. Έπεφτε το χιόνι αλύπητα. Ο άνεμος το στροβίλιζε προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο πατέρας του είχε έλθει στο σπίτι, όταν θα άλλαζαν τα κεραμίδια. Ελπίζω να έχει τελειώσει η δουλειά γιατί απόψε τίποτε δεν θα μείνει όρθιο, σκεφτόταν. Τα κλαδιά των δέντρων λύγιζαν υποκλινόμενα στη δύναμη του ανέμου.

Η πόρτα άνοιξε 

και ένας απορημένος πατέρας κοιτούσε το γιο του με τα μαλλιά ανάκατα, το χιόνι να προσπαθεί  να μπει στο σπίτι και τον άνεμο να ουρλιάζει.

-Τι θες εδώ τέτοια ώρα και με τέτοιο καιρό παιδί μου;

-Θα τα πούμε πατέρα, γιατί είσαι όμως σκοτεινά;

-Κόπηκε το ρεύμα και δεν ξέρω πότε θα έρθει. Εδώ πάνω κατά την άνοιξη έρχονται οι τεχνικοί. 

-Πήρες τηλέφωνο; 

-Δεν πιάνει το κινητό μου παλικάρι μου με την πρώτη κακοκαιρία. Γνωστό αυτό. Έλα κοντά στο τζάκι να ζεσταθείς. 

Ένα- δυο κεριά ήταν αναμμένα, ενώ μια σόμπα υγραερίου προσπαθούσε να ζεστάνει το χώρο μαζί με το τζάκι.

Κάθισαν κοντά -κοντά πάνω στο κιλίμι το μάλλινο. Εκεί είδε και ένα στρώμα που μάλλον κοιμόταν δίπλα στο τζάκι ο πατέρας του

-Εδώ κοιμάσαι;

– Ε ναι.. δεν έχουμε θέρμανση και μέχρι να εγκατασταθεί γιε μου, τι ήθελες να ξυλιάσω; Η σόμπα που έφερες δεν αρκούσε.

-Αχ βρε πατέρα δεν το σκέφτηκα ότι η σόμπα  δεν θα σε ζέσταινε. Με συγχωρείς, δεν το δρομολόγησα καλά, έπρεπε να ξεκινήσουν οι δουλειές άνοιξη. 

-Δεν πειράζει αγόρι μου, ηρεμία και μοναξιά αν και οι εργάτες μέχρι προχθές έρχονταν ως το μεσημέρι. Ευτυχώς τελείωσαν τα κεραμίδια, έγινε καλή δουλειά και θα έλθουν πλέον για τα πατώματα…   

Τα ξύλα έκαιγαν στο τζάκι  κι η χιονοθύελλα ωρυόταν περιδιαβαίνοντας τα σοκάκια του χωριού.

-Θέλω να μιλήσουμε 

πατέρα… του είπε κάποια στιγμή.

Αφού του διηγήθηκε τι έγινε στην πρώτη του γνωριμία με τους γονείς της Ελίνας,  είπε, κομπιάζοντας είναι η αλήθεια, το κατηγορώ του πατέρα της.

Ο γεροπατέρας του,  τα ‘χασε, απόρησε, έσμιξε τα φρύδια και κοιτούσε κατάματα τον γιο του.

-Γιατί; Γιατί μας κατηγορεί; Σου είπε;

-Μου είπε να σε ρωτήσω, αλλά εκείνος δεν   είπε τίποτε.

-Πώς τον λένε; Από πού μας ξέρει;

-Είναι από την Ωραιοπηγή πατέρα, το διπλανό χωριό, αλλά δεν έχουν περιουσία, ούτε σπίτι εκεί και δεν έχει πατήσει το πόδι του από τα μικρά του χρόνια.

 Σπύρο Καληφωτά τον λένε…

Ησυχία απόλυτη μόνο οι ανάσες τους ακούγονταν.

Μα τι έπαθε ο πατέρας του ξαφνικά;  Πετάχτηκε ορθός με γουρλωμένα μάτια κοιτούσε δεξιά και αριστερά. Δύσπνοια έχει; …λες να πάθει κάτι και είμαστε τέρμα θεού εδώ πάνω.  Μην  πάθει τίποτε σε παρακαλώ Θεέ μου, προσευχόταν ο Στέφανος,  προσπαθώντας να ηρεμήσει τον πατέρα του.

-Έλα κάτσε εδώ… στα ζεστά, να, λίγο νερό να συνέλθεις. Άσε να περάσει η βραδιά και τα λέμε από αύριο. Είσαι καλύτερα;

Ο πατέρας του δεν ξαναμίλησε. Ξάπλωσε καταγής στο στρώμα του, σκεπάστηκε και έκλεισε τα μάτια. Ήταν μόνο 9 το βράδυ αλλά μετά από λίγο,   τον πήρε ο ύπνος αμέσως. Ας είναι καλά τα χάπια. Κοιμόταν ήρεμα και ανέπνεε πάλι φυσιολογικά…  

Την άλλη μέρα το πρωί, 

η χιονοθύελλα είχε κοπάσει, αλλά τα πάντα ήταν κάτασπρα.  Ο Στέφανος κοιμήθηκε σε υπνόσακο  δίπλα στο τζάκι, ξυπνώντας συχνά για να βάλει κάποιο ξύλο στη φωτιά και να αφουγκραστεί τον πατέρα του. Πέρασε η νύχτα.

Με τον καφέ στο χέρι άνοιξε το παράθυρο να απολαύσει τη θέα. Ναι, αγαπούσε αυτή τη θέα του χωριού. Ο πατέρας του έπινε τον δικό του καφέ αμίλητος. Του έδειξε τι είχε φτιαχτεί στο σπίτι και τον ρώτησε τι ήθελε να φάνε. Θα μαγείρευε στο τζάκι σούπα  με λαχανικά και θα ήταν η πιο νόστιμη που είχε φάει, έτσι του είπε.  Κωλυσιεργούσε με διάφορες ασχολίες ωσότου έφτασε το μεσημέρι.

-Και τώρα πατέρα αφού φάγαμε και είμαστε ήρεμοι θες να μιλήσουμε λίγο για τους Καληφωτάδες; Ε; Χωρίς άγχος και στενοχώρια. Απλά … ξέρω πατέρα μου ό,τι ξέρεις γιατί  μας κατηγορεί ο πατέρας της Ελίνας, είμαι σίγουρος ότι κάτι μου έχεις κρύψει. Τι λες;

Ναι ήρθε λοιπόν η ώρα… 

θα του τα έλεγε όλα, είχε δικαίωμα  να μάθει, μόνο να… ας μην έβλεπε την απαξίωση στο βλέμμα του παιδιού του.

-Εδώ γεννήθηκα γιε μου όπως ξέρεις, ζούσαμε ανεκτά εγώ, ο μεγάλος μου αδελφός και οι γονείς μας. Μα ήλθε ο πόλεμος. Δεν θυμάμαι και πολλά, ήμουν πολύ μικρός, αν και ξέρω ότι ο πατέρας μας δεν πήγε στον πόλεμο. Ένα ελαττωματικό πόδι τον εμπόδισε να πολεμήσει.  Ως ότου ήλθαν εδώ οι Γερμανοί. 

Η φωνή του γέροντα έβγαινε ψιθυριστή. 

Ο Στέφανος δεν τον διέκοπτε καθόλου, ούτε ερωτήσεις έκανε, μόνο άκουγε προσεκτικά μια περίοδο της ζωής του πατέρα του που δεν είχε ξανακούσει. Όποτε  τον ρωτούσε σαν παιδί  για να μάθει για τα παιδικά του χρόνια, έπαιρνε την ίδια απάντηση »…δεν ήταν τίποτε σπουδαίο η παιδική μου ηλικία, σχολείο, παιχνίδι, σπίτι, χωράφια». Έτσι ακριβώς του απαντούσε με την ίδια σειρά και έκοβε κάθε ενδιαφέρον για άλλες ερωτήσεις.

Ο αδελφός ο μεγάλος αρρώστησε με πνευμόνια και πέθανε. Η μάνα του, η γιαγιά του Στέφανου, δεν άντεξε το χαμό και μετά από 6  μήνες χάθηκε και αυτή. 

Και οι κατακτητές έκαναν τα δικά τους, όπως σε κάθε περιοχή της χώρας μας…

Λέξεις ψιθυριστές συμπλήρωναν  το πάζλ της ζωής του πατέρα του Στέφανου. Λόγια κομπιαστά έβγαιναν από το στόμα του, με παύσεις  ανάσας κουράγιου. Ο πατέρας  συνέχιζε ψιθυριστά και η μια λέξη μετά την άλλη χτίζανε την περασμένη ζωή που δεν ήταν καθόλου αξιέπαινη.

Ο Στέφανος αφουγκραζόταν τους χτύπους της καρδιάς του. 

Τι είπε μόλις ο πατέρας του; Ο παππούς ήταν καταδότης των Γερμανών; 

Μα πώς είναι δυνατόν; ψέλλισε.

-Δεν τα ήξερα αγόρι μου, τα έμαθα από τον ίδιον τον Καληφωτά, που μου τα είπε μετά το θάνατο του παππού σου.

-Και τον πίστεψες; Χωρίς αποδείξεις;

-Αλήθεια είπε γιε μου. Βρήκα μετά ένα γράμμα του πατέρα μου σε ένα σεντούκι που είχε μέσα κοσμήματα. Όσα είχαν περισσέψει από τη πώληση που έκανε ο παππούς σου. Βέβαια στο γράμμα γράφει ότι τα κοσμήματα του τα έδιναν οι Γερμανοί ως πληρωμή που ήταν διερμηνέας, ήξερε γερμανικά καλά, αλλά και ως αμοιβή γιατί πλήρωνε η κάθε οικογένεια για να ελευθερώσουν τους συλληφθέντες. Είπε ότι ήταν υποχρεωμένος να τα πάρει από τους ίδιους τους κατακτητές. Μα ο Καληφωτάς μου είπε ότι ο χαμός του αδελφού του που ενεπλάκη σε δολιοφθορά ήταν έργο του παππού σου. Αυτός τον πρόδωσε. Και τον πιστεύω γιε μου, γιατί μου ομολόγησε ότι εκείνος  έσπρωξε τον πατέρα μου στο γκρεμό, από εκδίκηση.

Εκείνος τον σκότωσε γιε μου. Αλλά δεν τον κατήγγειλα. Είχε τα δίκια του. Από τότε δεν ξαναπάτησα στο χωριό μόνο μια φορά που βρήκα το σεντούκι και τα χρυσαφικά τόσων ανθρώπων. Δοσίλογος ήταν ο πατέρας μου και ντρέπομαι πολύ. Μα δεν το ξερα, δεν το ξερα, επαναλάμβανε στο Στέφανο.

Δυο μέρες αμίλητοι 

πέρασαν στο σπίτι ως ότου τακτοποιήσει ο Στέφανος τις δουλειές του. Μιλούσαν μόνο  για τα απαραίτητα.  Φύγανε και οι δυο από εκεί για πάντα.

Ένας χρόνος μετά

Στην κηδεία του πατέρα του Στέφανου που τον πρόδωσε η καρδιά του, 6 μήνες μετά τη βραδιά των αποκαλύψεων, πολλοί άνθρωποι έδωσαν το παρόν. Και μετά ο Στέφανος ήταν έτοιμος να φύγει για πάντα από την Ελλάδα. Θα πήγαινε στις ΗΠΑ, να δουλέψει, να φτιάξει τη ζωή του εξαρχής.

Όλα τα είχε πουλήσει, 

όλη την περιουσία τους την ρευστοποίησε και  έδωσε τα χρήματα, παρουσία του Δημάρχου των χωριών τους , παρουσία του παππά και δυο μεγάλων σε ηλικία συγχωριανών τους,  που ήξεραν ποιες οικογένειες είχαν χάσει ανθρώπους και περιουσίες εξαιτίας του παππού. Να μοιραστούν  στους απογόνους ως μια μικρή συγνώμη κι ας μην ήξερε ο ίδιος τίποτε.

Τότε ήταν που έπαθε το έμφραγμα ο πατέρας του Στέφανου. Όταν είδε την εταιρεία του και την περιουσία τους να ρευστοποιείται. 

Όταν ρώτησε αν τον θεωρεί υπεύθυνο ο γιος του για όσα έκανε ο παππούς και πήρε την απάντηση που τον  πόνεσε

-Δεν ήξερες, σε πιστεύω, δεν έφταιγες πατέρα, αλλά έγινες συνένοχος. Όταν έμαθες, συνέχιζες να ζεις με οικονομική άνεση που στηρίχτηκε στην περιουσία του πατέρα σου. Άρα;;

Ο Στέφανος γέμισε τύψεις γιατί στενοχώρησε τόσο τον πατέρα του που αρρώστησε και πέθανε. Αλλά η αλήθεια ήταν αυτή και εκπτώσεις δεν γίνονταν.

Με την Ελίνα 

είχαν χωρίσει. Του Στέφανου πρωτοβουλία. Τους επισκέφτηκε και τους μίλησε έξω από τα δόντια.

-Δεν μπορούμε να στηρίξουμε μια νέα ζωή πάνω σε αποκαΐδια. Εγώ εγγονός ενός δοσίλογου…

-Το έλεγα εγώ, επιτέλους το παραδέχεσαι, φώναζε ο Καληφωτάς

-Κι εσύ Ελίνα, κόρη ενός δολοφόνου. Τι σπιτικό θα ανοίξουμε;

Δεν έμαθε ποτέ τι αντίκτυπο είχαν τα λόγια του στην οικογένεια της Ελίνας… μόνο το κλάμα της θα θυμόταν για πάντα, μα ήταν γεμάτος από θυμό, τύψεις, ντροπή και πόνο ψυχής.

Γι αυτό θα έφευγε 

για πάντα. Ίσως ξεχνούσε, ίσως έκανε μια νέα αρχή στη ζωή του. Ποιος ξέρει;

Έπρεπε να κλείσει την πόρτα του χθες και να ανοίξει του αύριο, αλλά μακριά από εδώ!

5 απαντήσεις στο “«Όλα στο φως» της ANNA FLO”

  1. Giannis Pit Άβαταρ

    Ο Πόλεμος με τις επιπτώσεις του. Η στάση ζωής των ανθρώπων την ώρα της φωτιάς. Οι επιπτώσεις της στο μέλλον και οι επιρροές της. Η εναγώνια προσπάθεια της αγάπης να σταθεί ανάμεσα σε αυτά τα σκοτάδια του πολέμου και του θανάτου. Η απρόσμενη καταιγίδα στο χωριό, που στέκεται συμβολικά για να φέρει και τη θύελλα των μεγάλων αποκαλύψεων από το παρελθόν.

    Άπειρα συναισθήματα, απωθημένα και ματαιωμένα όνειρα, έντονες συγκινήσεις, συνθέτουν με τη γραφή σου, Άννα μου, ένα ακόμα υπέροχο διήγημά σου σε αυτόν το δεύτερο κύκλο.

    Το αγάπησα, με συγκίνησε, το κρατώ στην καρδιά μου.

    Μου αρέσει!

  2. Kikh Konstantinou Άβαταρ
    Kikh Konstantinou

    Και εγώ το κρατώ στην καρδιά μου, Γιάννη μου!

    Συγχαρητήρια και πάλι στην Άννα μας!

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Giannis Pit Άβαταρ

      Έχεις απόλυτο δίκιο, Κική μου, συμφωνώ. Σε ευχαριστώ.

      Μου αρέσει!

  3. Άιναφετς Άβαταρ

    Πω πω πω! Τι ιστορία είναι και αυτή, με συγκίνησε άσε την αγωνία μέχρι να διαβάσω το τέλος!
    Οι δωσίλογοι δυστυχώς πολλοί κατά τη διάρκεια του πολέμου και τίποτα δεν μπορεί να ελαφρύνει τη θέση τους… όσο για την οικογένεια τους, ένα αγκάθι που πάντα θα τους το θυμίζει.
    Δεν μένει παρά να πω ένα μεγάλο μπράβο στην Άννα και για την άψογη συγγραφή και για το μήνυμα που μεταφέρει!

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Giannis Pit Άβαταρ

      Δικαιωματικά το άξιζε, Στεφανία μου! Την καλημέρα μου.

      Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε