«Σε ικετεύω, σκότωσέ με!» της Μαρίας Κανελλάκη

Published by

on

11 λεπτά

«Σε ικετεύω, σκότωσέ με!»

Γιατρέ, δεν χρειάζομαι θεραπευτική αγωγή. Ας μιλήσουμε σαν γιατρός προς γιατρό. Δεν σκοπεύω να χαπακώνομαι σ’ όλη μου τη ζωή προκειμένου να ξεχνάω πρόσκαιρα την προδοσία που έγινε εις βάρος μου”.

“Επειδή θέλεις να μιλάμε στην κοινή μας γλώσσα, Αντιγόνη, σε διαβεβαιώνω ότι δεν σε αντιμετωπίζω σαν μια κοινή απατημένη σύζυγο. Καταλαβαίνω απόλυτα την οδύνη σου. Δώσε λίγο χρόνο για να ξεπεραστεί το αρχικό σοκ και πάρε αυτά τα ηρεμιστικά για ένα σύντομο διάστημα. Πρέπει να κοιμάσαι τα βράδια και να επιστρέψεις στην καθημερινότητά σου. Εμείς, θα τα λέμε τακτικά. Θα κάνω ό,τι είναι ανθρωπίνως και ιατρικώς εφικτό, για να βγεις αλώβητη απ’ αυτή τη δοκιμασία. Moνάχα εμπιστεύσου με, σε παρακαλώ!…”

Στο βιβλίο επισκέψεων ασθενών, ο ψυχίατρος Παύλος Σαρηγιάννης είχε σημειώσει το τελευταίο ραντεβού της ημέρας με την οικογενειακή φίλη του Αντιγόνη Βαλάση. Ήθελε να δώσει περισσότερο χρόνο και όλη του την προσοχή σ’ αυτή τη συνεδρία, ανταποδίδοντας έτσι και τις δικές της υπηρεσίες όλα αυτά τα χρόνια της φιλίας τους. Κάθε φορά που δεινοπαθούσε από έναν απροσδόκητο πονόδοντο -κι αυτό συνήθως γινόταν σε μέρες αργίας-, η Αντιγόνη άνοιγε με προθυμία το οδοντιατρείο της και τον φρόντιζε. Η δουλειά της ήταν υποδειγματική και ποτέ δεν τον χρέωνε για τις υπηρεσίες της, παρά μόνο για τα υλικά που χρησιμοποιούσε. Κι επειδή η παιδιόθεν φοβία του ψυχίατρου ήταν η καρέκλα του οδοντίατρου -κάτι που τον ταλαιπώρησε πολύ με την φιλάσθενη οδοντοστοιχία που διέθετε-, ένιωθε πάντα υποχρεωμένος απέναντί της. Θα προτιμούσε βέβαια να μην υπήρχε αυτή η τραγική συγκυρία για να της ανταποδώσει την υποχρέωση…

“Αντιγόνη Βαλάση, 55 χρονών. Οδοντίατρος. Πρώτη αναγνωριστική συνεδρία. Δεν υπάρχει ιστορικό ψυχικής νόσου. Αιτία προσωρινής διαταραχής: η ανακάλυψη της απιστίας του επί 20ετίας συζύγου της με την επιστήθια φίλη της. Οι συνθήκες της αποκάλυψης την αιφνιδίασαν και της άφησαν ψυχικά τραύματα. Δείχνει καταρρακωμένη. Συστήθηκε φαρμακευτική αγωγή (βενζοδιαζεπίνες) σε συνδυασμό με ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες. Επόμενο ραντεβού μετά από 5 ημέρες”.

Ο Σαρηγιάννης ολοκλήρωσε τις σημειώσεις του και έκλεισε τον καινούργιο ‘φάκελο ασθενούς’ στον υπολογιστή του. Μετά από λίγο θα κλείδωνε προβληματισμένος την εξώπορτα του ιατρείου του και θα αποχωρούσε.

~ // ~

[2 μήνες μετά. Απόσπασμα απ’ τη δικογραφία της υπόθεσης:]

“Το τελευταίο διάστημα η αδελφή μου είχε γίνει αγνώριστη. Παραμελούσε τις υποχρεώσεις της, ακύρωνε καθημερινά τα ραντεβού στο ιατρείο της και απομονώθηκε στον εαυτό της. Εκείνο το πρωί του Σαββάτου που την επισκέφτηκα στο σπίτι της, μου ζήτησε ν’ ανέβουμε στην ταράτσα για να μου δείξει κάτι, όπως μου είπε. Μόλις πλησιάσαμε στα κάγκελα, με άρπαξε απ’ τα χέρια και μου ζήτησε επιτακτικά να την ρίξω στο κενό. «Σε ικετεύω, βοήθα με αδερφούλα μου να λυτρωθώ απ’ αυτό το μαρτύριο!…» Έκλαιγε γοερά και ήταν εκτός εαυτού. Δεν την αναγνώριζα… Παραληρούσε για την προδοσία που της έκαναν ο άντρας και η κολλητή της και πως της ήταν αδύνατον να το διαχειριστεί. Την τράβηξα με όση δύναμη είχα προς το κέντρο της ταράτσας. Μου πήρε αρκετή ώρα μέχρι να την συνεφέρω λίγο και να κατέβουμε στο διαμέρισμά της. Όχι, ο άντρας της δεν ήταν εκεί. Είχε εγκαταλείψει το σπίτι τους, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί το προηγούμενο βράδυ. «Μ’ αυτή την παλιοβρώμα την Αννέτα το σκάσανε», έτσι μου είπε. Της έδωσα ένα χάπι απ’ αυτά που είχε στο κομοδίνο της και περίμενα μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Γύρισα για λίγο σπίτι μου για να το συζητήσω με την οικογένεια και ν’ αποφασίσουμε από κοινού τι θα κάνουμε. Όταν επέστρεψα το βράδυ στο διαμέρισμά της, ήταν άφαντη”.

~ // ~

[«Η εκδίκηση του νεκρού» – 2 μέρες πριν την παρουσίαση:]

Kαταπληκτική δουλειά, γιατρέ! Με τέτοιο αστραφτερό χαμόγελο, θα γοητεύσω στην παρουσίαση του βιβλίου μου, μεθαύριο. Θα μου κάνετε την τιμή να είστε κι εσείς; Aν οι υποχρεώσεις σaς το επιτρέπουν βέβαια. Σάββατο βράδυ στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Τι λέτε; Θα τα καταφέρετε;”

Όση ώρα περίμενε απάντηση απ’ την οδοντίατρο, παρατηρούσε παραξενεμένος τις συσπάσεις στη γυρισμένη πλάτη της, καθώς τοποθετούσε στον κλίβανο τα χρησιμοποιημένα εργαλεία.

“’Η εκδίκηση του νεκρού’. Αυτός δεν είναι ο τίτλος σας; Είμαι σίγουρη πως άλλο ένα best seller θα προστεθεί στη λίστα με τα βιβλία σας, κύριε Μοσκώφ. Και ναι, θα έρθω οπωσδήποτε. Έχω ένα λόγο παραπάνω για να το κάνω…”

Ο Ερρίκος Μοσκώφ, καταξιωμένος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, έκανε τις εξής διαπιστώσεις, καθώς αποχωρούσε εκείνο το βράδυ απ’ το οδοντιατρείο της Βαλάση.

Πρώτον, ήταν μια εξαιρετική γιατρός. Τα κιτρινισμένα απ’ τα τσιγάρα και την προχωρημένη ηλικία δόντια του, έδωσαν τη θέση τους σε μια κατάλευκη οδοντοστοιχία που, στο εξής, θα του επέτρεπαν να χαμογελάει με καμάρι.

Δεύτερον, ήταν μια μυστηριώδης γυναίκα τελικά. Δεν τον χρέωσε για την πολύμηνη εργασία της και το μόνο αντάλλαγμα που ζήτησε, ήταν να διαβάσει έναν ευμεγέθη πάκο με τις σημειώσεις της και να γράψει το επόμενο βιβλίο του με θέμα τη βιογραφία της.

Μ’ αυτές τις σκέψεις και μ’ έναν σφραγισμένο φάκελο υπό μάλης, βρέθηκε στην εξώπορτα της πολυκατοικίας που στεγαζόταν το οδοντιατρείο της Αντιγόνης Βαλάση. Υποσχέθηκε να μελετήσει τα χειρόγραφά της και να επικοινωνήσουν την επόμενη εβδομάδα για να κανονίσουν μια συνάντηση. Το ίδιο βράδυ θα έριχνε μια βιαστική ματιά στις πρώτες σελίδες και στη συνέχεια θα τις επέστρεφε άρον-άρον στον φάκελο, για να τον παραχώσει τελικά στο συρτάρι του. Δεν θα ολοκλήρωνε ποτέ την ανάγνωση, αφού την βρήκε μελοδραματική και αταίριαστη με το ύφος του.  Τι δουλειά άλλωστε είχε αυτός με βιογραφίες; Τον περίμενε μια θριαμβευτική βραδιά με την παρουσίαση του τελευταίου του έργου και δεν είχε επ’ ουδενί βλέψεις ν’ αλλάξει το είδος γραφής που υπηρετούσε με συνέπεια τα τελευταία χρόνια. “Να δω βέβαια πώς θα της το σερβίρω με τρόπο…” σκεφτόταν ενόσω αυτοθαυμαζόταν, χαμογελαστός, μπροστά στον καθρέφτη του. Κάτι θα σκαρφιζόταν. Ως την επόμενη εβδομάδα, ήταν βέβαιος πως θα έβρισκε μια ευγενική δικαιολογία για να την αποφύγει, αλλά και ένα ακριβό δώρο για να μετριάσει την υποχρέωσή του απέναντί της.

Προς μεγάλη του ανακούφιση, τη βραδιά της παρουσίασης, διαπίστωσε πως η οδοντίατρος δεν ήταν ανάμεσα στο πολυπληθές κοινό του. Ωστόσο δεν έφευγε απ’ το μυαλό του η εκκρεμότητα που είχε μαζί της. “Θα της τηλεφωνήσω οπωσδήποτε από βδομάδα, να τελειώνω μ’ αυτή την ιστορία” σκεφτόταν το ίδιο βράδυ που βούρτσιζε τα κατάλευκα δόντια του. “Δεν έχω παρά μονάχα να την επισκεφτώ μ’ ένα καλό δώρο για να πατσίσουμε, μάλλον ένα κόσμημα…”

~ // ~

[2 μήνες πριν]

Στο μικρό καφέ που στεγαζόταν στο ισόγειο της πολυκατοικίας, η Αντιγόνη Βαλάση συνήθιζε να παίρνει τον πρωινό καφέ της, πριν ανοίξει το οδοντιατρείο της. Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό έδειχνε απρόθυμη να ανέβει ως τον τέταρτο όροφο και κάθισε για αρκετή ώρα σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι, με το απλανές βλέμμα της να χαζεύει τους περαστικούς. Κάθε τόσο, γυρνούσε ανήσυχη προς τα ενδότερα του μαγαζιού και τον αναζητούσε με τα μάτια της. Ο Παράσχος κατάλαβε πως δεν θα ξεμπέρδευε πάλι εύκολα με δαύτην. Την πλησίασε, αφού παρέδωσε στον μεταφορέα μια παραγγελία με καφέδες και νερά. “Πήγαινε στη δουλειά σου, να κάνω κι εγώ τη δικιά μου. Θα τα πούμε το βράδυ στο γνωστό μέρος. Φύγε όμως τώρα. Έχω πολλή δουλειά”.

Αν υπήρχε κάποιος περαστικός στο μέρος που συναντήθηκαν το ίδιο βράδυ, σίγουρα θα παραξενευόταν απ’ το θέαμα που θα αντίκρυζε, ακόμα κι αν δεν άκουγε ούτε λέξη απ’ όσα ειπώθηκαν. Το σημείο όμως που επέλεγαν για τις κρυφές συναντήσεις τους ήταν εντελώς απόμερο, μακριά απ’ τον τελευταίο οικισμό της περιοχής. Εκείνη έβγαλε απ’ την τσάντα της ένα μικρό περίστροφο και το κράδαινε στο μέρος του, με την κάνη γυρισμένη προς το μέρος της. Εκείνος έκανε αδέξιες κινήσεις για να την αποφύγει. Του μιλούσε ψιθυριστά με ακατάληπτες φράσεις, σχεδόν λαχανιασμένη. Της απαντούσε με τα χέρια του σηκωμένα ψηλά, με το βλέμμα της άρνησης αποτυπωμένο στο πρόσωπό του. Εκείνη ξέσπασε στα κλάματα. Την αγκάλιασε τρυφερά απ’ τους ώμους και την τράβηξε προς το παρκαρισμένο αυτοκίνητό της. Σε λίγη ώρα θα ξεκινούσε τη διαδρομή του, κι αφού θα διέσχιζε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι, θα έβγαινε στον κεντρικό δρόμο.

~ // ~

[2 μήνες μετά. Απόσπασμα απ’ τη δικογραφία της υπόθεσης:]

Παράσχος Δελατόλας. 35 χρονών, υπάλληλος του καφέ μπαρ, απ’ όπου η Βαλάση έπαιρνε κάθε πρωί τον καφέ της. Απ’ τον καιρό που επισκεπτόμουν το οδοντιατρείο της, μου είχε τραβήξει την προσοχή αυτός ο τύπος. Τον είχα δει αρκετές φορές να βγαίνει απ’ το ιατρείο, αφού του έφτιαχνε την σάπια οδοντοστοιχία του, όπως μου είχε εμπιστευτεί η Βαλάση. Τον λυπόταν γιατί δεν είχε χρήματα για τέτοιες ‘πολυτέλειες’ -αυτή τη λέξη είχε χρησιμοποιήσει- και εκείνη ανέλαβε τη θεραπεία του δωρεάν. Ομολογώ πως μου μπήκαν πονηρές σκέψεις στο μυαλό, βλέποντας τη στενή σχέση που είχαν δημιουργήσει. Γρήγορα όμως οι υποψίες μου εξαϋλώθηκαν, αφού διαπίστωσα πως επρόκειτο όντως για ένα προβληματικό άτομο. Και η αγαπημένη μου οδοντίατρος ήταν πάντα δοτική σ’ όποιον είχε ανάγκη. Μέχρι την ημέρα που επισκέφτηκα το ιατρείο της για να διαπιστώσω γιατί δεν απαντούσε στις κλήσεις μου, είχα ξεχάσει εντελώς την παρουσία του. Ναι σωστά, είχαμε συμφωνήσει να μιλήσουμε στα τέλη του περασμένου Ιούνη. Το θυμάμαι καλά, γιατί πριν μια βδομάδα είχε γίνει η παρουσίαση του βιβλίου μου, στην οποία η Βαλάση δεν ήρθε, παρότι μου είχε υποσχεθεί πως θα είναι παρούσα. Στην τελευταία μας συνάντηση, μου είχε παραδώσει ένα πακέτο με χειρόγραφες σημειώσεις της και εγώ θα αναλάμβανα να γράψω τη βιογραφία της. Ωστόσο δεν φάνηκε το βράδυ της παρουσίασης κι εγώ την αναζήτησα στο τηλέφωνο. Την καλούσα συνεχώς επί μέρες. Το κινητό της έδειχνε ότι είναι εκτός σύνδεσης και το σταθερό του ιατρείου δεν απαντούσε. Την ημέρα που επισκέφτηκα το ιατρείο της, αντίκρυσα ένα σημείωμα κολλημένο στην πόρτα της. ‘Το ιατρείο θα παραμείνει κλειστό λόγω θερινών διακοπών’, κάτι τέτοιο έγραφε…

Βγαίνοντας απ’ την πολυκατοικία, αναγνώρισα αμέσως τον υπάλληλο του καφέ-μπαρ που ήταν στο ισόγειο. Ήταν ο Παράσχος. Δίχως δεύτερη σκέψη, μπήκα στο μαγαζί και παράγγειλα καφέ. Μόλις ήρθε να με σερβίρει, τον ρώτησα ευθέως για την εξαφανισμένη οδοντίατρο. Του είπα για τις ανησυχίες μου και του ζήτησα να μου πει τι γνωρίζει για την υπόθεση. Υπαινίχτηκε τον ανήξερο και μου ζήτησε το λόγο που απευθύνομαι σ’ αυτόν –‘έναν απλό καφετζή-, όπως μου είπε. Δικαιολογήθηκα πως το κάνω λόγω της φιλικής σχέσης που ήξερα πως έχουν. Μου προξένησαν υποψίες οι νευρικές αντιδράσεις και οι αμήχανες απαντήσεις του. Έδειχνε πως ήθελε να με ξεφορτωθεί, επικαλούμενος πως πρέπει να γυρίσει στο πόστο του. Ωστόσο, το μαγαζί ήταν απολύτως άδειο εκείνη την ώρα.

Εκείνο που με κινητοποίησε και πήγα κατευθείαν στην αστυνομία, ήταν ο επίλογος στις σημειώσεις της Βαλάση:

‘Κι αν οι σελίδες αυτές απ’ τη ζωή μου, αποτυπώνουν ένα μικρό ανυπεράσπιστο κορίτσι, ο κρυφός μου πόθος είναι να βρω κάποιον να το δολοφονήσει’…

Στην αστυνομία πληροφορήθηκα πως δεν έχει δηλωθεί εξαφάνιση απ’ τον σύζυγο. Έμαθα μάλιστα από γνωστό μου πρόσωπο μέσα στο τμήμα πως, αν και τον ειδοποίησαν για την καταγγελία μου, εκείνος δήλωσε απροθυμία να βοηθήσει, αφού είχε απομακρυνθεί απ’ τη συζυγική εστία το τελευταίο διάστημα. Στράφηκα στους συγγενείς της, αλλά κι αυτοί δεν είχαν ιδέα για την τύχη της. Κι όπως ήδη γνωρίζετε, από κοινού με την αδερφή της Βαλάση, πήραμε την πρωτοβουλία να ξεκινήσουμε τις διαδικασίες αναζήτησής της”.

~ // ~

[«Κατά παραγγελία δολοφονία» – Aπ’ το οπισθόφυλλο του τελευταίου βιβλίου του Ε. Μοσκώφ]

Η πρόχειρα θαμμένη σορός μιας γυναίκας ανακαλύπτεται τυχαία από κυνηγόσκυλα, σε μια έρημη περιοχή του Μαρκόπουλου. Έχει πυροβοληθεί πισώπλατα από κοντινή απόσταση. Στ’ αυτιά της φοράει ωτασπίδες. Ο ιατροδικαστής εκτιμάει πως η δολοφονία διαπράχθηκε το τελευταίο 24ωρο.

Ένας νεαρός εμπλέκεται στην υπόθεση και οι έρευνες γρήγορα θα οδηγήσουν σ’ αυτόν. Μετά από αντιφάσεις, θα ομολογήσει πως εκτέλεσε την διακαή επιθυμία της οδοντιάτρου να την λυτρώσει απ’ το μαρτύριο που ζούσε. Οι σημειώσεις που είχε αφήσει η εκλιπούσα στον συγγραφέα -με την προοπτική να γραφεί η βιογραφία της-, αλλά και το γεγονός ότι δεν υπήρξε οικονομικό κίνητρο, ελάφρυναν την ποινή του δράστη, αλλά και δίχασαν την κοινή γνώμη.

Το όπλο του εγκλήματος βρέθηκε πεταμένο λίγα μέτρα μακριά απ’ το πτώμα. Η υπόθεση έκλεισε για την αστυνομία. Ωστόσο δεν ερευνήθηκε επαρκώς το γεγονός ότι το μικρό περίστροφο που έκοψε το νήμα ζωής της οδοντιάτρου, προερχόταν απ’ την προσωπική συλλογή του συζύγου της, την οποία διατηρούσε στην παράνομη γκαρσονιέρα που ενοικίαζε για τις εξωσυζυγικές του συνευρέσεις. Κι η γυναίκα του δεν είχε ποτέ πρόσβαση εκεί…”

Σημείωση: Το βιβλίο του Μοσκώφ διακρίθηκε ως «το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς». Ο διάσημος συγγραφέας θα αναζητήσει τον Παράσχο, μετά την αποφυλάκισή του, για να του αποδώσει μέρος των εισπράξεων και να προτείνει να του γράψει την βιογραφία του. Ο Παράσχος όμως είναι εξαφανισμένος…

Η ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και είναι εμπνευσμένη απ’ την δολοφονία που συγκλόνισε την Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1994. Πληροφορίες και πηγή, εδώ:

3 απαντήσεις στο “«Σε ικετεύω, σκότωσέ με!» της Μαρίας Κανελλάκη”

  1. Giannis Pit Άβαταρ

    Ένα ακόμα συγγραφικό διαμάντι στη συλλογική μας βιβλιοθήκη, Μαρία μου. Ένα διήγημα, ένα αστυνομικό θρίλερ, με τη δική του δομή και συγκρότηση, που συγκινεί, που καθηλώνει, που σε γεμίζει με μια σειρά δυνατά συναισθήματα.
    Η Αντιγόνη Βαλάση, η κεντρική μας ηρωΐδα, ζει το δικό της δράμα, τη δική της απόγνωση, που την οδηγεί σε δύσβατα και σκοτεινά μονοπάτια.
    Χρησιμοποιείς τη χρονική αναδρομή, Μαρία, με έξοδο τρόπο. Γίνεται «όπλο» στα χέρια σου, για να «σπάσει» την αφηγηματική ροή και να γεμίσει τον αναγνώστη με αγωνία, με ανατροπές, για να τον οδηγήσει στο μεγάλο φινάλε.
    Και φυσικά η «σκιά» να παραμένει να αιωρείται στο τέλος.
    Μαρία, ένα συγκλονιστικό διήγημα, καλή μου φίλη. Σε ευχαριστούμε με την καρδιά μας.

    Μου αρέσει!

  2. petalouditsa Άβαταρ

    Υπέροχο πραγματικά! Μπράβο Μαρία!

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Giannis Pit Άβαταρ

      Καλώς όρισες, καλή μας φίλη. Ευχαριστούμε για το σχόλιο. Να ξέρεις, σε περιμένουμε!

      Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε