«Το σπίτι στο χωριό» της Ουρανίας Παντελίδου

Published by

on

24 λεπτά

«Λυπάμαι. Δεν θα μπορέσουμε να σας εξυπηρετήσουμε άμεσα, κύριε Γαβριηλίδη. Η χιονοθύελλα καθιστά αδύνατη την πρόσβαση στο χωριό σας. Όμως, σας υπόσχομαι να στείλω κάποιον υπάλληλο μόλις ανοίξει ο δρόμος.»

Ο Φάνης κατέβασε το ακουστικό βλαστημώντας την τύχη του. Δεν του έφτανε που χάλασε το αυτοκίνητό του, ξέμεινε και αβοήθητος εξαιτίας της χιονοθύελλας στο κατσικοχώρι χωρίς τρόφιμα. Αυτός, μια απλή διήμερη βόλτα για το Σαββατοκύριακο σκέφτηκε να κάνει ως το χωριό, να ρίξει μια ματιά στο σπίτι για να εκτιμήσει τις ζημιές και τις εργασίες που έπρεπε να δρομολογηθούν. Τράβηξε ως πάνω, σκεπάζοντας τους ώμους, την παιδική του κουβέρτα και τυλίχθηκε σφιχτά, όμοια με μούμια, ακριβώς όπως τότε που τον τύλιγε με στοργή η μάνα του για να μην κρυώσει και της αρρωστήσει. Έπειτα κατευθύνθηκε προς το παράθυρο της κουζίνας τρέμοντας ακόμη από το κρύο. Κοίταξε τη θέα από το παράθυρο. Ως ετούτη τη στιγμή δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο πολύ τού είχε λείψει αυτός ο ζωντανός πίνακας ζωγραφικής που μεταλλάσσονταν συνεχώς.

Άφησε τη ματιά του να γλιστρήσει πάνω στην απεραντοσύνη του κατάλευκου τοπίου. Χοντρές νιφάδες στροβιλίζονταν γοργά, παρασυρμένες από το δυνατό άνεμο, ώσπου εξουθενωμένες από τον τρελό χορό, έβρισκαν μια στάλα ξεκούρασης είτε στα κλαδιά των δέντρων είτε στο παγωμένο χώμα.

Προσπάθησε να διακρίνει τον καταρράκτη του Λειβαδίτη· μα η υγρασία, ο δυνατός αέρας και το χιόνι, είχαν απλώσει το σεντόνι της πρωινής πάχνης στον ορίζοντα, καθιστώντας αδύνατη την ορατότητα σε απόσταση άνω των πέντε μέτρων.

Μα τι το ήθελε και αυτός!

Θα μπορούσε να ανέβει στο χωριό την άνοιξη που όλα θα ήταν ανθισμένα και καταπράσινα. Δεν ήταν δα και τόση ανάγκη να έρθει μες το καταχείμωνο.

Το είχες ανάγκη”, του ψιθύρισε αδύναμα η εσωτερική του φωνή και έπειτα σιώπησε.

Τώρα τελευταία, αυτή η μικρή φωνή του μιλούσε όλο και περισσότερο, θαρρείς και ανέλαβε τον ρόλο της μάνας που τώρα πια δεν ζούσε.

Πατέρα δεν είχε από όταν ήταν ακόμη βρέφος. Τον έχασαν από δάγκωμα φιδιού. Πόσο άδοξο τέλος… Άλλοι πατεράδες χάθηκαν ηρωικά στην μάχη, άλλοι θαλασσοπνίγηκαν στα καράβια· μα ο δικός του πατέρας έφυγε γιατί πάτησε πάνω στην ουρά του φιδιού, τυφλωμένος απ’ το μεθύσι.

Μόνη τον μεγάλωσε η μάνα. Με δυσκολίες και θυσίες τα κατάφερε και τον ανέθρεψε, έπειτα, αμούστακο ακόμη παλικάρι, τον έστειλε στην πόλη να σπουδάσει, να γίνει άξιος πολίτης στην κοινωνία και να γίνει ευτυχισμένος γιατί στον τόπο τους η ευτυχία ήταν συνώνυμο της οικονομικής ευμάρειας.

Δεν την ένοιαζε της μάνας να γίνει δικηγόρος ή γιατρός, όπως το συνήθιζαν εκείνα τα χρόνια και το επέβαλαν πολλές φορές με το ζόρι οι γονείς των υπολοίπων, αυτό που την ένοιαζε περισσότερο από όλα ήταν να μορφωθεί να γίνει άξιος πολίτης και να είναι ευτυχισμένος. Ήθελε ο γιος της να φύγει από τούτο το φτωχό ορεινό χωριό χωρίς να τού βαραίνει τη ψυχή με την έγνοια της. Το τι θα απογίνει εκείνη και πώς θα τα βγάλει πέρα στα γεράματα της, έλεγε ήταν δική της υπόθεση.

Άξιος Πολίτης! Ευτυχισμένος!”

Πάλι του ψιθυρίζει η φωνή. Κουνάει το χέρι να αποδιώξει τις σκέψεις μα κείνες εκεί…επιμένουν πεισματικά.

«Πούείσαιμάνανακαμαρώσειςτηναξίατουψεύτηγιουσου. Μιααποτυχίασκέτη», μονολογεί.

Ναι σπούδασε. Τελείωσε στην Ξάνθη το εξατάξιο γυμνάσιο με την στήριξη του προγράμματος απόρων, μένοντας όλο εκείνο το διάστημα στον θείο του, αδερφό του πατέρα του. Ξεπλήρωσε την φιλοξενία και τα έξοδα διαβίωσης δουλεύοντας στο τσαγκαράδικο του, μαθαίνοντας επί της ευκαιρίας την τέχνη του υποδηματοποιού. Στα δεκαοχτώ πήγε στο στρατό. Δεν είχε μισό χρόνο φαντάρος και έγινε το πραξικόπημα από μια ομάδα αξιωματικών του στρατού. Τρία χρόνια αργότερα απολύθηκε και σπούδασε στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης. Λογιστής στο επάγγελμα ανέλαβε τα λογιστικά μιας εταιρείας. Με τα μάτια του νεαρού της ηλικίας του, θεώρησε πως η ζωή τον προσπερνά. Χωρίς να έχει καταφέρει στα τριάντα ένα του να ξεχωρίσει από το πλήθος και με τις πενιχρές οικονομικές απολαβές που είχε, άρχισε να σκαρφίζεται διάφορους τρόπους ώστε να βγάλει κάτι παραπάνω, να πάει στην μάνα και να πει «Ορίστε τα κατάφερα!»

Άρχισε το λοιπόν να μαγειρεύει τα βιβλία της εταιρείας τσεπώνοντας όλο και μεγαλύτερα ποσά ώσπου δύο χρόνια αργότερα η υπεροψία και η ματαιοδοξία του, προκάλεσαν την καχυποψία του εργοδότη του. Σαν ποντικός πιάστηκε στην φάκα. Έφαγε ευτυχώς μόνο δύο χρονάκια στη φυλακή πληρώνοντας ακριβά το λάθος του. Βγαίνοντας έξω, μετανιωμένος πικρά για την πράξη του, δούλεψε σε τσαγκαράδικο, σκληρά μα έντιμα, ξεχρεώνοντας στο ακέραιο το ποσό της υπεξαίρεσης καθαρίζοντας το όνομα· μα όχι την συνείδησή του.

Η καημένη η μάνα ιδέα δεν είχε για τα κατορθώματα του κανακάρη της. Νόμιζε πως τα είχε καταφέρει και ζούσε άνετα χωρίς στερήσεις. Μέσα από την φυλακή της είχε γράψει κάποια στιγμή δυο λόγια που της τα διάβασε στον καφενέ του χωριού ο δάσκαλος, ενημερώνοντάς την για την μετανάστευσή του στη Γερμανία. Της έγραψε πως μέσω ενός γνωστού, τού προτάθηκε μια πολύ καλή θέση εργασίας στο λογιστήριο της φαρμακοβιομηχανίας Bayer.

Έκτοτε επισκέφτηκε δύο φορές το χωριό και την μάνα, με την δικαιολογία πως ήταν αναντικατάστατος για την εταιρεία και δεν μπορούσε να πάρει άδεια.

Ποτέ δεν παραπονέθηκε εκείνη. Ποτέ δεν τον πίεσε. Τον άφησε ελεύθερο να πετάξει σαν πουλί και να φτιάξει την ζωή του. Μόνο που εκείνος νόμισε πως το σπουργίτι μπορεί να γίνει αετός και να κατακτήσει τους αιθέρες.

Γελάστηκες καημένε Φάνη!”

Άντε πάλι αυτή η φωνή!

«Θα σωπάσεις επιτέλους!», τη διέταξε απότομα.

Η αναπόληση τελείωσε και μαζί της κόπασε και η χιονοθύελλα. Τώρα μπορούσε να βγει έξω να φέρει ξύλα για να ζεστάνει το παγωμένο σπίτι. Μα δεν έφταιγε κανείς που ξύλιασε. Έπρεπε να είχε φανεί πιο προνοητικός, να έχει κάνει από βραδύς το κουμάντο του.

Ξεκρέμασε το χοντρό μπουφάν από το καρφί δίπλα στην εξώπορτα, φόρεσε τις πλαστικές μπότες με την εσωτερική επένδυση συνθετικής γούνας, τα μάλλινα γάντια της μάνας που κατά έναν περίεργο τρόπο ήταν στο μέγεθος των δικών του χεριών και τον μαύρο μάλλινο διαφημιστικό σκούφο με το σήμα της εταιρείας. Αυτόν τον είχε αγοράσει ως απόδειξη της θέσης του, όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά το χωριό και την μάνα.

Βγήκε έξω, ανάσανε βαθιά την φρεσκάδα του παγωμένου βουνίσιου αέρα αφήνοντας τον να περάσει από τους πνεύμονες ως το στομάχι. Ύστερα εξέπνευσε απότομα, έπιασε το φτυάρι που τον περίμενε θαρρείς ακουμπισμένο νωχελικά στον τοίχο για να πάνε μαζί για δουλειά και προχώρησε αποφασιστικά ως το αυτοκίνητο του.

Η καημένη η χελώνα του, αγορασμένη από την γερμανική εταιρεία Volkswagen, για τον ίδιο σκοπό εξαπάτησης της μάνας, είχε καλυφθεί ολόκληρη από μισό μέτρο χιόνι. Την καθάρισε αποκαλύπτοντας στο φως του ήλιου το όμορφο βαθύ μπλε χρώμα της, μπήκε μέσα, γύρισε την μίζα πατώντας τον συμπλέκτη και προσευχήθηκε στον Θεό που δεν πίστευε πως υπάρχει, να πάρει μπρος. Εκείνο ως ένδειξη διαμαρτυρίας στρίγκλισε ξελιγωμένο, απρόθυμο να υπακούσει στην εντολή.

Προσπάθησε άλλες τρεις φορές παρακαλώντας το να ανταποκριθεί, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να ακούσει την μηχανή να δυσφορεί κάτω από την πίεσή του. Φανερά απογοητευμένος που δεν κατάφερε να βάλει μπρος βγήκε βαρώντας πίσω του την πόρτα. Κοίταξε προς το χαγιάτι, όπου ξεχώριζε η στοίβα με τα ξύλα. Πήγε, πήρε όσα κούτσουρα χωρούσε η αγκαλιά του και μπήκε ξανά στο σπίτι.

Τώρα το είχε εμπεδώσει για τα καλά! Ήταν αποκλεισμένος εδώ, σε αυτό το μικρό χωριό φάντασμα με τους ελάχιστους, σχεδόν μηδαμινούς κατοίκους του.

Αλήθεια πόσοι να είχαν απομείνει;

Ερχόμενος εχθές το απόγευμα πρόσεξε πως ζήτημα να κάπνιζαν δύο μπατζάδες σε όλο το χωριό.

Φυσικό και επακόλουθο. Αφού η προηγούμενη γενιά προέτρεψε τα παιδιά της να φύγουν για μια καλύτερη ζωή στις μεγαλουπόλεις. Ένα – ένα τα γερόντια άρχισαν να εγκαταλείπουν τον μάταιο τούτο κόσμο αφήνοντας το χωριό να ερημώσει.

Δεν πρόλαβε να ανάψει καλά – καλά την μασίνα όταν άκουσε να τού χτυπούν την πόρτα. Πήγε να ανοίξει με την ελπίδα πως θα ήταν ο κύριος Θράσος. Προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε πως έκανε λάθος. Το άτομο που στεκόταν εμπρός του ουδεμία σχέση μπορούσε να έχει με τον κύριο Θράσο και πολύ περισσότερο με το συνεργείο του.

…..

«Παρακαλώ;» ρώτησε την νεαρή γυναίκα που στεκόταν μπρος στο κατώφλι του σπιτιού του.

«Καλημέρα Φάνη. Καλώς ήρθες!»

Η νεαρή φίλησε τον αποσβολωμένο Φάνη σταυρωτά στα μάγουλα και κάνοντας τον πέρα, πέρασε μέσα στο σπίτι.

«Περιμένεις κάποιον; Κλείσε χριστιανέ μου την πόρτα και μπαίνει κρύο.»

Υπάκουσε σαν υπνωτισμένος και την ακολούθησε στην κουζίνα.

Βλέποντας την έκφραση του προσώπου του, ολόιδιο με κείνο το χαζό βλέμμα της αγελάδας, ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Σαν το καθαρό γάργαρο νερό που πέφτει από την πηγή ήχησε το γέλιο της στα αυτιά του.

«Έλα ρε Φάνη, μη μού πεις πως δεν με αναγνώρισες ακόμη. Η Χρυσούλα είμαι.»

«Του Μήτρακα;» ρώτησε αυθόρμητα.

Ο Φάνης σαν να πήρε μπρος.

Ναι αυτή ήταν! Μα πώς να τη γνωρίσει; Την τελευταία φορά που την είχε δει εκείνη ήταν…

Αλήθεια πόσο ήταν;

Αυτός ήταν είκοσι ένα, είκοσι δύο, που έφυγε από το χωριό; Ο φίλος του και αδερφός της ήταν ένα χρόνο μικρότερος του και της έριχνε ίσα μία πενταετία. Άρα, η Χρυσούλα θα πρέπει να ήταν δεκάξι ετών τότε.

Την πρόσεξε λίγο καλύτερα. Φαινόταν σίγουρα πολύ μικρότερη από την πραγματική της ηλικία.

«Του Μήτρακα, να ’σαι καλά ρε Φάνη. Με έκανες και γέλασα. Πού το θυμήθηκες το παρατσούκλι του πατέρα; Έχω πολλά χρόνια να το ακούσω.»

Ο Φάνης της ζήτησε συγνώμη, μα δεν είχε τίποτα να την κεράσει. Ούτε καν ένα φλιτζάνι καφέ. Εκείνη γέλασε πάλι, αβίαστα, δυνατά, σαν να μην είχε ούτε μια έννοια, ούτε μια σκοτούρα στο κεφάλι της.

«Έλα για πες μου τώρα τι πρόβλημα παρουσιάστηκε στο αμάξι σου», τον ρώτησε σαν σταμάτησε να γελά.

«Το αμάξι;» επανέλαβε σαν χάνος.

Αυτή πού ήξερε για το αμάξι του. Και σάματις αν της έλεγε θα καταλάβαινε;

Μα να το πάλι αυτό το γάργαρο γέλιο στα αυτιά του. Η Χρυσούλα γελώντας βγήκε από το σπίτι και προχώρησε προς το αυτοκίνητο του. Τού φώναξε και εκείνος την ακολούθησε.

«Θα με κοιτάς για πολύ ακόμη; Άνοιξε παιδάκι μου το καπό να δω την μηχανή!»

Κάνοντας σπασμωδικές ρομποτικές κινήσεις υπάκουσε.

Την είδε να σκύβει, να κοιτά την μηχανή να κουνάει τα σωληνάκια και έπειτα να πηγαίνει και να βάζει μπρος.

Ο θόρυβος της μηχανής δεν της προκάλεσε έκπληξη. Δάγκωσε λοξά το κάτω χείλος, έξυσε το κεφάλι σαν να σκεφτόταν πώς να του το πει και ο Φάνης αναλογίστηκε πόσο θα του κόστιζε η ζημιά. Προς έκπληξη του η Χρυσούλα του Μήτρακα αποφάνθηκε πως το αυτοκίνητο ήταν μία χαρά και δεν είχε καμία μηχανική βλάβη.

Χα! Ας γελάσω! Σιγά μην ξέρει αυτή τι έχει το αμάξι μου!

«Φάνη δυστυχώς θα πρέπει να περιμένεις δύο τρεις μέρες ώσπου να σου φέρουν βενζίνη. Είναι αδύνατον να έρθει άνθρωπος με αυτόν τον καιρό εδώ πάνω.»

Ώστε αυτό ήταν! Το αμάξι ξέμεινε από καύσιμα! Πόση ντροπή Θεέ μου! Είμαι ο πιο ανόητος άνθρωπος σε όλο τον πλανήτη!

«Και άλλαξε επιτέλους ύφος. Πάντα έτσι μουρτζούφλης και βλοσυρός είσαι μωρέ αδερφάκι μου; Άντε περπάτα, κερνάω καφέ.»

«Πού; Έχει ανοιχτό καφενέ στο χωριό;»

Η Χρυσούλα γέλασε για πολλοστή φορά.

Μα πού το έβλεπε το αστείο; Πραγματικά όσο και να σκεφτόταν δεν μπορούσε να εξηγήσει την τάση της να γελά χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιο ανέκδοτο, ωστόσο την ακολούθησε διαπιστώνοντας πως ο καφενές ήταν το σπίτι της. Ώστε αυτός ήταν ο ένας από τους δύο μπατζάδες που κάπνιζαν χθες. Γεμάτος περιέργεια κοίταξε τριγύρω να βρει κάποιο σημάδι πως δεν ζούσε μοναχή σε τούτο το σπίτι.

Αχα! Ένα αγροτικό κάτω από το υπόστεγο. Σίγουρα του άντρα της θα είναι. Αυτός θα με βοηθήσει να φύγω μια ώρα αρχύτερα από δω.

«Έλα, μην κοντοστέκεσαι. Πέρνα μέσα, δεν δαγκώνω», τού είπε ξεκαρδισμένη από τα γέλια.

Νάτο πάλι! Γελάει χωρίς λόγο.

Αναλογίστηκε πόσες και πόσες φορές δεν είχε χαρακτηρίσει ελαφρόμυαλο, όποιον γελούσε στα καλά του καθουμένου. Μα περίεργο, τού άρεσε να το ακούει από τα χείλη της.

Η Χρυσούλα χωρίς δεύτερη κουβέντα πήγε στην κουζίνα και ο Φάνης την ακολούθησε. Κάθισε στο ξύλινο παγκάκι με την στρωμένη πράσινη βελέντζα, σταύρωσε τα χέρια πάνω στο τραπέζι με το κεντητό καρέ και περίμενε υπομονετικά να ψηθεί ο καφές του.

«Ζάχαρη θες;»

«Με ολίγη», αποκρίθηκε.

Ώσπου να ψηθούν οι καφέδες η Χρυσούλα του πρόσφερε κουλουράκια. Αν δεν ήταν σίγουρος πως η μάνα του ήταν πεθαμένη από το φθινόπωρο, θα ορκιζόταν ότι εκείνη τα είχε φτιαγμένα με τα χεράκια της. Ολόιδια με τότε που ήταν παιδί. Σταμάτησε ξεροκαταπίνοντας τον κόμπο που τού στάθηκε στο λαιμό και σκούπισε βιαστικά τα υγρά του μάτια.

Μα τι τον είχε πιάσει σήμερα; Τόσα χρόνια ποτέ δεν ένιωσε την έλλειψη του χωριού μα ούτε και της μάνας.

«Κλάψε, δεν πειράζει», τού είπε αιφνιδιάζοντάς τον η Χρυσούλα και κείνος υπάκουσε. Έτσι απλά άφησε τον πόνο του να βγει στην επιφάνεια, να φουσκώσει, να θεριέψει και ύστερα να ξεθυμάνει σαν τον ξέχειλο αφρό της μπύρας.

«Να βάλω ράδιο; Τι μουσική ακούς;»

«Ότι θες», είπε αδιάφορα. Ποτέ δεν ήταν φίλος της μουσικής. Άκουγε πότε-πότε μα μπορούσε να ζήσει και χωρίς αυτήν.

Ξαφνικά το μουσικό πρόγραμμα διακόπηκε και το λόγο τον πήρε ο δημοσιογράφος του σταθμού.

«Εχθές την εικοστή πρώτη του Δεκέμβρη και ώρα 8:50 το πρωί στην περιοχή του Μαρουσίου και παραμονή της ψήφισης του προϋπολογισμού στη Βουλή των Ελλήνων, αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον βουλευτή της Άρτας Ελευθερίου Παπαδημητρίου άτομα της οργάνωσης της 17 Νοέμβρη. Δύο τρομοκράτες τραυμάτισαν στα πόδια τον βουλευτή πυροβολώντας τον πέντε φορές εξ επαφής με 45άρι πιστόλι και 38άρι περίστροφο.»

Ο δημοσιογράφος έκλεισε λέγοντας πως ο τραυματισμός του ήταν πολύ σοβαρός και κινδύνευσε να χάσει την ζωή του.

«Τι χρονιά και αυτή. Άντε να φύγει το 92 μπας και δούμε άσπρη μέρα», είπε και γέλασε δυνατά με το αστείο της η Χρυσούλα. Ο Φάνης δεν μπόρεσε να αντισταθεί και γέλασε. Αυτό μάλιστα ήταν αστείο, αναλογίστηκε κοιτώντας έξω το κατάλευκο τοπίο.

Ο καφές τελείωσε, ο τραχανάς φαγώθηκε, τα πιατικά πλύθηκαν και ο τέντζερης μπήκε ξανά πάνω στην μασίνα. Μαγεμένος παρακολουθούσε την Χρυσούλα να πλάθει και να δίνει μορφή στο φουσκωμένο ζυμάρι. Ούτε που κατάλαβε πως πέρασε η ώρα.

Ολόκληρη η κουζίνα μοσχομύριζε ‘’μανούλα’’. Αλήθεια πόσα χρόνια είχε να μυρίσει την μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού; Αμ και η φασολάδα που κόχλαζε δυο ώρες τώρα δεν πήγαινε παρακάτω. Τρέξανε τα σάλια του Φάνη, γουργούρισε η κοιλιά και μόνο στην ιδέα της κριτσανιστής κόρας που θα ρουφούσε άπληστα τον χυλωμένο ζωμό των φασολιών. Ξερόγλειψε τα χείλη καθώς νοερά γεύονταν το φαγητό.

Έκανε να σηκωθεί, να πάει σπίτι του μα κείνη τον σταμάτησε προτείνοντας του να καθίσει για φαγητό. Της αρνήθηκε από ευγένεια, είπε ψέματα πως είχε πολλά να κάνει στο σπίτι και έφυγε. Έβριζε ο Φάνης σε όλη την διαδρομή. Ηλίθιε! Να σε δω τώρα τι θα φας!

Ότι θέλω θα φάω. Να μην σε νοιάζει εσένα, αντιγύρισε στην εσωτερική του φωνή. Το σπίτι του επιφύλασσε ψυχρή υποδοχή. Άδειο χωρίς την παρουσία της μάνας. Σβηστή η μασίνα, καθώς τα ξύλα είχαν χωνέψει από ώρα. Πήρε την κουβέρτα από την καρέκλα, τυλίχθηκε σαν αστακός και χώθηκε κάτω από τα βαριά μάλλινα σκεπάσματα.

…..

«Φάνη…Φάνη.» Μέσα στον ύπνο του νόμισε πως ονειρεύτηκε τη Χρυσούλα να του φωνάζει. Γύρισε πλευρό έσφιξε πεισματικά τα μάτια και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Μα τι στο καλό; Αυτή η εκνευριστικά δυνατή φωνή, συνέχιζε να τον καλεί. Επιτέλους άνοιξε τα μάτια. Η φωνή σταμάτησε να τον καλεί.

Ουφ…Όνειρο ήταν.

Λάθος!

Η Χρυσούλα άνοιξε απότομα την πόρτα του δωματίου.

«Καλά δεν με ακούς παιδάκι μου που σου φωνάζω τόση ώρα; Για δε μου απαντάς;», τον επέπληξε με τα χέρια στην μέση.

«Μπρος…Σήκω τώρα. Θα πάμε σπίτι μου είτε το θες είτε όχι», διέταξε και τράβηξε απότομα τα σκεπάσματα από πάνω του. Ο Φάνης θέλησε να διαμαρτυρηθεί μα σαν είδε το αγριεμένο βλέμμα της σώπασε με μιας. Μα τι απέγινε εκείνο το γελαστό κορίτσι; Τούτη δω την φωνακλού δεν την γνώριζε. Παρόλα αυτά την ακολούθησε για δεύτερη φορά ως το σπίτι της.

«Ο άντρας σου τι ώρα γυρνά;»

Η Χρυσούλα γέλασε.

«Και γιατί υποθέτεις πως έχω άντρα;»

Τι τον ένοιαζε αυτόν αν ήταν παντρεμένη; Τώρα τι να της πει; Πως στην ηλικία της ήταν λογικό να έχει δημιουργήσει οικογένεια; Πως οι γυναίκες στα χωριά παντρεύονται από τα δεκάξι ή μήπως να της πει πως η συμπεριφορά της δεν θυμίζει γεροντοκόρης;

«Και γιατί παρακαλώ να μην έχεις; Όμορφη είσαι, τα χρόνια σου γέμισαν, τα κιλάκια σου τα τσίμπησες»…

Αυτό το τελευταίο ξέφυγε αυθόρμητα. Δαγκώθηκε και σκέφτηκε πως καλύτερα να κατάπινε την γλώσσα του παρά που υπονόησε πως ήτανε γεμάτη. Μα δεν το είπε για να την προσβάλει. Για φιλοφρόνηση το πήγαινε και τα έκανε μαντάρα…

«Ε…σα δε ντρέπεσαι!» του πέταξε αυστηρά, μα αμέσως έβαλε τα γέλια.

«Έλα τώρα καημένε Φάνη. Σιγά μην προσβληθώ! Έχω επίγνωση του ποια είμαι. Μια νταρντανογυναίκα γεροντοκόρη που το έχει ρίξει στο φαΐ είμαι, μα αν δεν σε παχύνω και σένανε Χρυσούλα του Μήτρακα να μην με λεν.»

Γελούσε αυτή με τα ίδια της τα χωρατά, γέλασε και ο Φάνης για πρώτη φορά με την καρδιά του. Τα γέλια τους δεν είχαν κοπάσει εντελώς σαν μπήκαν στην κουζίνα. Ο Μήτρακας που το κανονικό του όνομα ήταν Δημήτρης τον υποδέχτηκε σαν να’ τανε δικό του παιδί.

Δάκρυα συγκίνησης ανέβηκαν στα μάτια του Φάνη. Η συγκίνηση όμως που ένιωσε βλέποντας το στρωμένο τραπέζι με το τεράστιο καρβέλι του ψωμιού ήταν ακόμα εντονότερη. Όμοιο με αυτό των παιδικών του χρόνων ήταν. Βρε μπας και η Χρυσούλα ήταν η μετενσάρκωση της μάνας του;

«Άντε! Τρώγε!», πρόσταξε ο Μήτρακας και ο Φάνης έφαγε. Έφαγε σαν να μην είχε ξαναφάει ζεστό φαΐ. Με κάθε μπουκιά, άφηνε να φύγει κι ένας αναστεναγμός ευχαρίστησης, με κάθε αναστεναγμό ευχαρίστησης άφηνε και μία λύπη από μέσα του να φύγει, να χαθεί…

Θες λίγο το τσίπουρο, λίγο η ζεστασιά της κουζίνας με τις τόσες ευωδιές, θες εκείνο το γάργαρο το γέλιο της Χρυσούλας που όμοιο ήταν με του πατέρα της, ο Φάνης ένιωσε ευδιάθετος, χαρούμενος θα έλεγε αν δεν φοβόταν να το ξεστομίσει.

Το απόγευμα τους βρήκε καθισμένους ακόμη στην ίδια θέση. Εκεί στο παγκάκι με την πράσινη βελέντζα να συζητάν για τα παλιά.

Στα φλυτζανάκια απόμεινε μόνο το κατακάθι του καφέ, στο γυάλινο δαντελωτό πιατάκι γυάλιζε ίσα λίγο σιρόπι από το γλυκό του κουταλιού, τα ξύλα στην μασίνα κάηκαν μα κανένας τους δεν έλεγε να σηκωθεί, να δώσει τέλος στην μέρα τους. Έξω το σκοτάδι είχε πια απλώσει τα δίχτυα του θυμίζοντας στον Φάνη πως έπρεπε να επιστρέψει σπίτι του. Τι θα σκεφτόταν ο πατέρας της. Σηκώθηκε απότομα από την θέση του, καληνυχτίστηκαν στην πόρτα μπροστά και έδωσαν νέο ραντεβού για την επομένη το πρωί.

Όμως, αλλιώς τα λογαριάζει ο νοικοκύρης και αλλιώς ο Θεός.

Στο πρώτο κιόλας βήμα το πόδι του βούλιαξε ως το γόνατο μέσα στο αφράτο χιόνι. Στο δεύτερο βήμα έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε τ’ ανάσκελα να κοιτά τον μαυρισμένο ουρανό. Ένιωσε την χούφτα του χεριού του να γεμίζει. Κάποιο χέρι είχε χωθεί μπλέκοντας τα δάχτυλα με τα δικά του. Γύρισε και την είδε ξαπλωμένη δίπλα του. Δεν γελούσε, μοναχά κοιτούσε αμίλητη τον σκούρο ουρανό. Οι νιφάδες έπεφταν στο πρόσωπο του, ωστόσο εκείνος δεν τις ένιωθε. Γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια του βυθίστηκαν μες τα δικά της. Βούλιαξε στην μαύρη άβυσσό τους. Ύστερα, αναδύθηκε εισπνέοντας, μαζί με τον παγωμένα αέρα, την καυτή ανάσα που έβγαινε από τα χείλη της και ένιωσε ζωντανός.

Ιδέα του ήταν ή η καρδιά του σφυροκοπούσε δυνατά; Μα, από που ερχόταν αυτή η αγγελική μουσική;

Έχει γούστο να σού αρέσει η Χρυσούλα!”, τού είπε η γνώριμη φωνή.

Τινάχτηκε απότομα πάνω και άρχισε να τρέχει όπως – όπως, τρομαγμένος στο άκουσμα των ουρλιαχτών των λύκων ή μήπως αυτό που τον τρόμαξε στα αλήθεια ήταν οι ίδιες του οι σκέψεις;

…….

Δεν ήταν ούτε εφτά το πρωί, όταν η Χρυσούλα εμφανίστηκε χτυπώντας δυνατά την πόρτα του.

Μα πόση δύναμη έχει πια αυτή η φωνή της; Για κουφό με πέρασε;

Σκέτος σίφουνας η Χρυσούλα μπήκε στο σπίτι κρατώντας ένα μπλοκ και ένα στυλό.

Απόρησε σαν του είπε πως ήρθε να καταγράψει τις επισκευές που χρειαζόταν να γίνουν άμεσα στο σπίτι που τού κληροδότησε η μάνα του.

Ερείπιο σωστό είχε καταντήσει το έρμο. Και πως να μην καταντήσει; Τι μπορούσε να φτιάξει μια γυναίκα μόνη, χωρίς αντρικά χέρια να βοηθούν και δίχως την πολυτέλεια του χρήματος;

Άφαντος ήταν του λόγου του, μαύρη πέτρα είχε ρίξει πίσω του. Ούτε μια φορά δεν ήρθε να την βοηθήσει ούτε της έστελνε χρήματα. Και πώς να στείλει που και αυτός τσίμα – τσίμα τα έβγαζε πέρα; Γι’ αυτό εξάλλου είχε έρθει μες το καταχείμωνο εδώ πάνω. Για να δει το σπίτι και τα χωράφια. Αν κατάφερνε να τα μοσχοπουλήσει ίσως να έφταναν για την αγορά ενός μικρού διαμερίσματος έξω από την πόλη, στα δυτικά προάστια.

Εκείνος, όμως, είχε ζητήσει να έρθει ο μάστορας από το Άνω Καρυόφυτο. Αυτή τι δουλειά είχε να ανακατευτεί στις δουλειές του;

«Ορίστε, αυτή είναι η λίστα με τις επισκευές που χρειάζεται το σπίτι. Αυτές με τον αστερίσκο πρέπει να γίνουν άμεσα και δεν μπορείς να τις αποφύγεις αν δεν θέλεις να πέσει να σε πλακώσει. Οι υπόλοιπες είναι αυτές που θα το κάνουν θελκτικό στο μάτι του αγοραστή. Αν είσαι βέβαια διατεθειμένος να ξοδέψεις λίγα χιλιάρικα επιπλέον θα στο φτιάξω τζιτζιλόνι το σπίτι. Παραδοσιακό από έξω και σύγχρονο με όλες τις ανέσεις από μέσα. Γιατί κακά τα ψέματα Φάνη μου, ποιος θα αγοράσει σπίτι που το αποχωρητήριο είναι στην αυλή;»

Άκουσαν καλά τα αυτιά μου; Είπε θα στο φτιάξω;

Καθώς φάνηκε το πρόσωπό του πρόδωσε τις σκέψεις του γιατί το δυνατό της γέλιο αντήχησε αντιλαλώντας σε όλη την πλαγιά. Τώρα τουλάχιστον γνωρίζω ποιος ευθύνεται για τις κατολισθήσεις, μίλησε η φωνή.

«Συγνώμη Χρυσούλα μου, χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, αλλά περιμένω να έρθει μάστορας.»

«Ναι ξέρω. Εγώ είμαι ο μάστορας. Στον πατέρα μου τηλεφώνησες».

Η Χρυσούλα εξηγούσε και γελούσε. Ο πατέρας της είχε αποσυρθεί από την δουλειά πριν χρόνια και αφού ο Γρηγόρης ο αδερφός της δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει την τέχνη του πατέρα, παρά προτίμησε να ασχοληθεί με τις αγροτικές δουλειές, ανέλαβε εκείνη την τέχνη του. Εξάλλου, ποτέ δεν της άρεσε η εργασία στα χωράφια και στα ζώα.

«Αρχιτέκτονας έπρεπε να σπουδάσω, μα βλέπεις η μάνα δεν με άφησε. Έλεγε πως έπρεπε να παντρευτώ και να αφήσω τα ονείρατα, τα σπουδάγματα και τα μεγαλεία. Αυτά ήταν για τα αγόρια.» Ο Φάνης διέκρινε για πρώτη φορά μέσα στα μάτια της μια στάλα μελαγχολίας, ωστόσο το χαμόγελο δεν έσβησε λεπτό από τα χείλη της.

Αργότερα καθισμένος στη συνηθισμένη του θέση, μέσα στην κουζίνα της κόρης του Μήτρακα, αναλογιζόταν, όση ώρα την έβλεπε να μαγειρεύει, τι να ήταν αυτό που της προκάλεσε θλίψη. Η Χρυσούλα καθώς ζύμωνε τους κιοφτέδες τού μιλούσε για τη ζωή στο χωριό. Τού είπε πως είχε μια δεκαπενταετία που τους άφησε χρόνους η μάνα της. Ο πατέρας από την στεναχώρια του δεν έτρωγε, ζαλίστηκε και γκρεμοτσακίστηκε την ώρα που επισκεύαζε μια σκεπή. Ανέλαβε λοιπόν εκείνη την δουλειά του. Χρόνο για έρωτες και ραντεβού δεν της έμενε. Έτσι και αλλιώς αυτή ήταν ερωτευμένη με κάποιον που αγνοούσε ακόμη και την ύπαρξη της.

Αν ήμουν εγώ ο τυχερός ποτέ δεν θα την αγνοούσα, έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται, μα λέξη δεν της είπε.

…..

Ξημερώματα Τετάρτης έριξαν αλάτι στον κεντρικό δρόμο. Η Χρυσούλα του γέμισε το ντεπόζιτο με βενζίνη, το πορτ. μπαγκάζ με χίλια δυο καλούδια και τού είπε να πάει στην ευχή της Παναγίας αφού πρώτα τον έβαλε να της υποσχεθεί πως θα επέστρεφε για τις γιορτές του Πάσχα.

….

Καθισμένος στην πολυθρόνα κοιτούσε το άλμπουμ με τις λιγοστές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που έφερε από το σπίτι του χωριού. Χάιδεψε την φωτογραφία της μάνας του. Δεν ήταν πολύ μεγάλη. Με έναν γρήγορο υπολογισμό θα πρέπει να πλησίαζε τα εξήντα, όμως φαινόταν σαν να’ χε περάσει τα εβδομήντα. Μέσα στο κουτί των αναμνήσεων, που βρήκε στον πάτο της ντουλάπας της, υπήρχε ένας διπλωμένος φάκελος. Τον άνοιξε έβγαλε το γράμμα και το διάβασε. Έπειτα το άφησε να γλιστρήσει μέσα από τα τρεμάμενα χέρια του. Ένα δάκρυ κύλησε και έπεσε μουσκεύοντας το.

Ώστε η μάνα γνώριζε για τη φυλακή. Γι’αυτό τού επιβλήθηκε μόνο μια διετία. Γιατί εκείνη ανέλαβε τα χρέη του. Ναι αλλά τα λεφτά που έστελνε αυτός στην εταιρεία; Τι απέγιναν; Τα καταχράστηκαν εκείνοι;

Σκαλίζοντας το κουτί βρήκε ένα τραπεζικό βιβλιάριο στο όνομα του. Το ποσό ήταν εκεί! Όλα εις το ακέραιο!

Και ήταν πολλά πανάθεμά τα. Πάρα πολλά…

Τόσα που μπορούσε να αγοράσει ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης πίσω από τον λευκό πύργο και με δύο κρεβατοκάμαρες παρακαλώ. Α ρε μάνα!

Τώρα δεν είχε ανάγκη να φτιάξει το σπίτι στον Λειβαδίτη. Θα έβαζε μια αγγελία για τα χωράφια και αν ο αγοραστής ήθελε το σπίτι χάρισμα του.

Στην σκέψη αυτή ένιωσε έναν πόνο στην καρδιά. Έξαφνα ένιωσε μια ζάλη, ένα τρέμουλο, δυσκολευόταν να πάρει ανάσα…

Σύρθηκε ως το διπλανό διαμέρισμα και χτύπησε το κουδούνι του γείτονα…

……

Τα βλέφαρα πετάρισαν, άνοιξε αργά τα μάτια του και είδε από πάνω του να στέκει η νοσοκόμα και να ρυθμίζει την ροή του ορού.

«Κρίση άγχους», τού εξήγησε ο γιατρός. Πανικός ήταν η ακριβής διάγνωση.

Άλλο και τούτο. Έψαξε βαθιά μέσα του να βρει την αιτία. Ίσα – ίσα που τώρα ήταν καλύτερα από ποτέ. Είχε χρήματα. Θα αγόραζε ένα σπίτι. Με τα λεφτά από τα χωράφια θα άνοιγε λογιστικό γραφείο. Θα γινόταν επιτέλους ο γιος που ονειρεύτηκε η μάνα του. Θα έβρισκε και μια καλή κοπέλα να παντρευτεί…

Οι παλάμες ίδρωσαν, η καρδιά σφίχτηκε. Ταχυκαρδία, οξυγόνο…ήθελε οξυγόνο…

Ευτυχώς, αυτή τη φορά το περιστατικό συνέβη στον διάδρομο του νοσοκομείου. Τον συνέφεραν αμέσως και τον έστειλαν πίσω στον θεράποντα ιατρό.

Μια ώρα αργότερα έβγαινε από το ιατρείο γνωρίζοντας την αιτία που προκάλεσε τις κρίσεις άγχους.

Χαμογελούσε. Ένιωθε ευτυχισμένος για πρώτη φορά στην μίζερη και καταθλιπτική ζωή του. Περπατούσε σφυρίζοντας με τα χέρια στις τσέπες με ένα βάδισμα σχεδόν χορευτικό τραβώντας την προσοχή του κόσμου. Ένα δεξί, ένα αριστερό, ένα δεξί, δυο χοροπηδηχτά και πήγαινε λέγοντας ώσπου έφτασε στο σπίτι του.

Την επόμενη μέρα ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά. Είχε τόσα να κάνει. Τόσα πολλά να προλάβει μέσα σε δύο μόλις μήνες.

Όμως ότι έκανε το έκανε με χαρά. Ανυπομονούσε να αλλάξει ζωή, η αλήθεια ήταν πως η ζωή του είχε αρχίσει να αλλάζει από καιρό. Σιγά σιγά χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει.

…..

«Χριστός Ανέστη Φάνη μου.»

«Αληθώς ο κύριος.»

Τσούγκρισε το κατακόκκινο αυγό γελώντας δυνατά στο άκουσμα της συντριβής του.

«Σε κέρδισα!»

Όχι! Εγώ σε κέρδισα! φώναξε χαρούμενη η φωνούλα μέσα στο κεφάλι του Φάνη. Ακολούθησε ωστόσο τη Χρυσούλα που ακτινοβολούσε, για έναν ανεξήγητο λόγο, στα μάτια του ως το σπίτι της.

Στην επίσημη τραπεζαρία στρώθηκε το Αναστάσιμο τραπέζι. Όρθιος ακόμη, και ενώ όλοι είχαν καθίσει στις θέσεις τους, πήγε και στάθηκε μπροστά στη Χρυσούλα του, έβγαλε από την τσέπη ένα μικρό βελούδινο κουτάκι, το άνοιξε και αποκάλυψε ένα χρυσό δαχτυλίδι με μία κατακόκκινη ροζέτα σε σχήμα καρδιάς.

Κοίταξε τη Χρυσούλα περιμένοντας στωικά την απάντηση της.

Η Χρυσούλα σηκώθηκε χωρίς μιλιά και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο αφήνοντας εμβρόντητους πατέρα, αδελφό, νύφη, ανίψια και τον Φάνη που έτοιμος ήταν να βάλει τα κλάματα. Δεν την περίμενε την απόρριψη της. Νόμιζε πως και εκείνη έτρεφε τα ίδια συναισθήματα αγάπης για αυτόν.

Μέσα στα επόμενα λεπτά, που εκείνου του φάνηκαν αιώνας, η Χρυσούλα εμφανίστηκε με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Στο ένα χέρι κρατούσε μια μικρή κορνίζα.

Στάθηκε μπροστά του αποκαλύπτοντας την φωτογραφία.

Τα μάτια του Φάνη άνοιξαν διάπλατα.

Εκεί στην μικρή κορνίζα υπήρχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία.

Ήταν αυτός, είκοσι δύο χρονών παλικάρι, μόλις είχε απολυθεί από το στρατό. Από τα αριστερά του στεκόταν καμαρωτή καμαρωτή η μάνα του και στα δεξιά η Χρυσούλα να λάμπει από νιάτα και ευτυχία, ακριβώς όπως και σήμερα.

«Είχα ζητήσει χάρη από την μάνα σου. Να πει πως ήθελε μια φωτογραφία να έχει με τον γιο της και να μου την δώσει», εξήγησε η Χρυσούλα και ύστερα άφησε τον Φάνη να της περάσει το δαχτυλίδι των αρραβώνων.

…..

Κοίταξε το σπίτι από μακριά καθώς γυρνούσε από το χωράφι, έξω η Χρυσούλα άπλωνε την μπουγάδα. Γύρω από την ποδιά της έπαιζε η κόρη τους. Επιτέλους ήταν στο σπίτι του, στο σπίτι της μάνας νιώθοντας επιτέλους για ποια αξία του μιλούσε.

“Α ρε μάνα! Ακόμη φροντίζεις για την ευτυχία μου!”

Ψιθύρισε η φωνή της καρδιάς.

Τέλος

11 απαντήσεις στο “«Το σπίτι στο χωριό» της Ουρανίας Παντελίδου”

  1. Vasilis Diakovasilis Άβαταρ
    Vasilis Diakovasilis

    Μια διαφορετική ιστορία, στο επίκεντρο της οποία τοποθετείς τη μάνα, του άσωτου γιού. Η οποία τον φροντίζει πάντα, έστω κι αν εκείνος το αγνοεί. Δίπλα η φίλη, η πάντα ερωτευμένη μαζί του, η οποία όπως φαίνεται κράτησε κρυφά τα αισθήματά της, μιας κι εκείνος πάντα ήθελε να φύγει και δεν έβλεπε πίσω του. Κι όλα εξελίσσονται μέσα την χιονοθύελλα, όλα αποκαλύπτονται εκεί. Εκεί όπου ξαναρχίζει η ζωή του από την αρχή. σε σωστές βάσεις αυτή τη φορά.

    Όμορφη ιστορία, αισιόδοξη, η οποία μας δείχνει ότι αν είσαι τυχερός, έστω κι αργά, όλα μπορούν να διορθωθούν κάποια στιγμή. Πρέπει όμως να είσαι τυχερός.

    Την Καλημέρα μου, Ουρανία! Καλώς όρισες στην ομάδα μας!

    Αρέσει σε 1 άτομο

  2. ANNA Flo Άβαταρ
    ANNA Flo

    Καλώς όρισες Ουρανία. Ωραία η συμμετοχή σου. Τρυφερή και ανθρώπινη, γεμάτη εικόνες και περιγραφές των συναισθημάτων ολοζώντανες. Αυτή η εσωτερική φωνή που μιλά χωρίς να της δώσεις το λόγο, η ζωή που πέρασε άσκοπα γκρεμίζοντας όνειρα και η αγάπη της μάνας που ποτέ δεν έβγαλε από την αγκαλιά της το βλαστάρι της με γέμισαν συγκίνηση.

    Και η Χρυσούλα, με την ανεκπλήρωτη αγάπη συντροφιά χρόνια τώρα στο χωριό της, με το γάργαρο γέλιο της να αντηχεί παντού, επιτέλους ευτύχησε.

    Αισιόδοξο διήγημα, τρυφερό, καλογραμμένο με όμορφες εικόνες και συναισθήματα

    Σ’ευχαριστούμε Ουρανία

    Καλή συνέχεια και μη χαθείς από τη συντροφιά μας

    Αρέσει σε 1 άτομο

  3. Giannis Pit Άβαταρ

    Ουρανία, αγαπητή φίλη, καλώς όρισες στη συντροφιά μας. Σε ευχαριστούμε πολύ για την τιμή της συμμετοχής.

    Μάς έδωσες ένα όμορφο ανθρώπινο διήγημα, απλό αλλά σαφές ως προς τα μηνύματά του. Τρία πρόσωπα χαρακτηρίζουν την πλοκή. Ο ήρωάς μας, η μητέρα του, ως πρόσωπο ανάμνηση αλλά και παρουσία από το παρελθόν και μια γυναίκα, που σημάδεψε τη ζωή του τελικά, η Χρυσούλα. Όμορφες αναφορές στις αληθινές ανθρώπινες σχέσεις και στα βιώματα.

    Σε περιμένουμε και στη συνέχεια, Ουρανία.

    Αρέσει σε 1 άτομο

  4. Αννίκα Άβαταρ
    Αννίκα

    Η ιστορία σου Ουρανία μου γεμάτη συναισθήματα, νοσταλγία, σεβασμό, βιωμένες εμπειρίες για τη ζωή που χάνεται στα χωριά της Ελληνικής υπαίθρου. Συγκινητική η στάση της μάνας, που τα ¨κουκουλώνει όλα, σαν το πάπλωμα¨ και που φροντίζει μέχρι το τέλος το βλαστάρι της. Υπέροχες περιγραφές που ξύπνησαν μνήμες, υπέροχη πλοκή, καλογραμμένη, όπως και η ροή της ιστορίας σου, μ’ ένα πολύ τρυφερό φινάλε. Με τρυφερότητα θα σταθώ και στη ζωή της Χρυσούλας, γιατί έτσι είναι, ήταν τουλάχιστον (!) στο χωριό, οι γυναίκες που το ‘λεγε η ¨περδικούλα ¨ τους ¨καταπιάνονταν¨ με όλα. Μπράβο Ουρανία! Μου άρεσε η ιστορία σου!

    Καλώς όρισες στην παρέα!

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Giannis Pit Άβαταρ

      Εκείνες, πραγματικά, οι εμβληματικές γυναίκες της υπαίθρου. Παρά το κυνήγι και τον κατατρεγμό που έτρωγαν, έστεκαν καπετάνισσες στα σπιτικά τους.

      Καλησπέρα Αννίκα μου.

      Μου αρέσει!

  5. Πίπη Άβαταρ
    Πίπη

    Καλώς ήρθες στην παρέα μας, Ουρανία! Και μάλιστα φέρνοντάς μας μία εξαιρετική συμμετοχή, καλογραμμένη και γεμάτη όμορφα συναισθήματα! Την απόλαυσα πραγματικά, μπράβο σου!

    Αρέσει σε 1 άτομο

  6. Kikh Konstantinou Άβαταρ
    Kikh Konstantinou

    Καταπληκτικό!

    Συγχαρητήρια Ουρανία μου.

    Γιάννη μου, μας έχεις βάλει όλους σε δημιουργικό ρυθμό και πραγματικά είναι όλα διαμαντάκια!!

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Giannis Pit Άβαταρ

      Κική μου, σε ευχαριστώ πολύ καλή μου φίλη. Χαρά για μάς όλους αυτή η δημιουργική συνύπαρξη. Ότι καλύτερο. Στέλνω την καλησπέρα και την καλή μου εβδομάδα. Φιλιά.

      Μου αρέσει!

  7. roula1smaragdenia Άβαταρ
    roula1smaragdenia

    Μια πολύ όμορφη ιστορία με ωραία ροή καλογραμμένη, με ένα θέμα που σίγουρα θα ταλανίζει πολλούς ανθρώπους που έχουν ένα σπίτι στο χωριό. Η επιστροφή του ήρωα εκεί γίνεται καθοριστική για την δική του ζωή, έστω κι αν στην αρχή δεν είναι μέσα στα σχέδια του…Όμως αρκεί μια Χρυσούλα για να του αλλάξει την ζωή!

    Πολύ όμορφη η συμμετοχή σου Ουρανία μου με ωραίο και ελπιδοφόρο τέλος! Καλώς όρισες στην παρέα, να περνάς καλά με ότι κάνεις . Καλό σου βράδυ!

    Αρέσει σε 1 άτομο

  8. Marina Tsardakli Άβαταρ

    Ουρανία καλησπέρα,

    Πολύ γεμάτη η συμμετοχή σου. Πόσες εικόνες, πόσα συναισθήματα. Μια μάνα που αγωνίστηκε για το παιδί της, ένα παιδί που μια συγκηρία τον καλεί να αναμετρηθεί με τις σκέψεις του, την εσωτερική του φωνή και σε ένα βαθμό με το παρελθόν του.

    Και μια Χρυσούλα συνειδητοποιημένη, που του ανοίγει μια νέα οπτική για τη ζωή, που τους οδηγεί σε ένα κοινό μονοπάτι με φόντο την αγάπη και οδηγό την ευχή της μάνας, όπως καταλαβαίνουμε απ’ τη φωτογραφία.

    Πολλά συγχαρητήρια για την καλογραμμένη σου ιστορία.

    Φιλιά πολλά.

    Καλή Μ. Εβδομάδα!

    Αρέσει σε 1 άτομο

  9. Giannis Pit Άβαταρ

    Παιδιά, εκ μέρους της Ουρανίας, στέλνω τις ευχαριστίες της με την καρδιά της και τις ευχές της. Δυστυχώς δεν μπορεί να μπει στην εφαρμογή εδώ για να σχολιάσει.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε