«Η κόκκινη πόρτα» της Μαρίνας Τσαρδακλή

Published by

on

8 λεπτά

Αυτό το περίεργο γράμμα, μου το έδωσε ο δικηγόρος. Μαζί, με ένα ημερολόγιο του θείου μου, το κλειδί και τα έγγραφα του σπιτιού και μια υπόσχεση πως έχει φροντίσει τους λογαριασμούς, άρα θα είχα ρεύμα και νερό. Ο Θείος Δημήτρης, ήταν πάντα κοντά μας και μακριά παράλληλα. Δεν τον έβλεπα συχνά. Μόνο όταν ανέβαινε να μας δει. Στο σπίτι στο χωριό, δεν είχαμε πάει ποτέ. Η μαμά μου πάντα είχε ένα φόβο. Όταν με κάλεσε ο δικηγόρος και μου είπε για την κληρονομιά, είπα να κατέβω να ζήσω τη ζωή μου εκεί, στη φύση. Σε αυτή την πόλη, δεν με δένει τίποτα πια, μετά τον χαμό των γονιών μου σε ένα τραγικό δυστύχημα.

Έτσι ξεκίνησα και εγώ το ταξίδι για το χωριό. Με το “Hotel California” να ξεπηδά απ’ τα ηχεία του αυτοκινήτου, οι σκέψεις μου ήταν στο τι θα αντικρίσω. Μίλησα λίγο με τον δήμαρχο, τον Αλέξανδρο όπως μου είπε να τον αποκαλώ. Με διαβεβαίωσε πως θα μιλήσει με κάποιους εργάτες, να κάνουν κάποιες επισκευές, πριν κατέβω. Είχε κλειδί από τον θείο. Αγαπούσε πολύ την οικογένεια του δημάρχου, έμεναν και για πολλά χρόνια σπίτι του και ήθελε να έχουν ένα κλειδί, για ώρα ανάγκης.

Μια στάση στην κωμόπολη, πριν το χωριό, απαραίτητη για προμήθειες. Γιατί όπως ακούω, καταφτάνει ένα σφοδρό καιρικό φαινόμενο. Απρίλη μήνα. Αχ μάνα γη, πως σε καταντήσαμε και τώρα ζούμε στο έλεος της κλιματικής αλλαγής (αλλά και της κρατικής αδιαφορίας, μην το θίξουμε όμως τώρα).

Στο χωριό

Τι όμορφο χωριό, με την ορεινή του αύρα και τα γραφικά σοκάκια. Και αυτό το πράσινο του, σου γαληνεύει την ψυχή.

Έξω από το σπίτι, ένα αυτοκίνητο.

-Καλημέρα, είμαι η Βιολέτα!

-Καλημέρα, Αλέξανδρος, μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Και από εδώ οι γονείς μου, Λυδία και Μάρκος.

Οι πρώτες νιφάδες είχαν αρχίσει να πέφτουν και ο άνεμος να δυναμώνει σφοδρά. Ευτυχώς, στο τσάκ έφτασα.

-Χαρά μου, που γνωρίζω άτομα που αγαπούσε ο θείος μου! Ελάτε να μπούμε μέσα, γιατί έβαλε κρύο. Να σας κεράσω κάτι; Σταμάτησα για προμήθειες.

-Όχι κορίτσι μου, σου φέραμε και εμείς κάποια πράγματα. Χρωστάω πολλά βλέπεις στον θείο σου.

-Αλήθεια;

-Ξέρεις, δεν είναι κάτι, το οποίο συζητώ, και σε παρακαλώ να μείνει μεταξύ μας! Αλλά αν δεν ήταν ο θείος σου, δε θα είχα γλιτώσει. Γνώρισα τον σύζυγο μου, στα πλαίσια μιας τρελής ιστορίας και καταδίωξης. Σκέψου πως μέχρι να μας ανατινάξουν επιχείρησαν. Ήμουν έγκυος στην κόρη μου. Δεν ήρθε, γιατί είναι το μωράκι της άρρωστο, θα τη δεις τις επόμενες μέρες. Ο Θείος σου, μας έκρυψε, μας κράτησε για δυο χρόνια κοντά του. Αν δεν ήταν εκείνος θα είχα χάσει το παιδί μου.  Τα πραγματικά μας ονόματα, είναι Κασσάνδρα και Φίλιππος. Βέβαια, μοιάζει τόσο μακρινό πια… Ύστερα μείναμε εδώ στο χωριό, χτίσαμε εδώ τη ζωή μας και εκείνος ήταν μέλος της οικογένειας μας!

-Το μυστικό σας είναι ασφαλές μαζί μου.

Τα λόγια μου διέκοψε, ένας ξαφνικός γδούπος στον επάνω όροφο. Κίνησα να δω τι είναι. Η Λυδία, άρπαξε βίαια το χέρι μου! “Μην πας” μου είπε αυστηρά. Ο Θείος σου, έλεγε ποτέ, να μην κυνηγάμε τους θορύβους.

Την κοίταξα εμβρόντητη. Δηλαδή, αυτό είναι συχνό φαινόμενο;!

Παρ’ όλα αυτά, ανέβηκα.

Ίσως δεν έπρεπε…

“Φύγε” κάποιος έγραψε στον τοίχο και το αίμα ήταν νωπό. Φυσικά, έτρεξα γρήγορα κάτω!

Τα φώτα έσβησαν.

Αυθόρμητα, μου βγήκε μια κραυγή.

-Ηρέμησε Βιολέτα. Το δίκτυο στο χωριό είναι ευαίσθητο. Φταίει η κακοκαιρία. Πρέπει να δω τι συμβαίνει, να μιλήσω με τους αρμοδίους και με τους συνεργάτες μου! Θα έρθω να σας βρω αργότερα, είπε ο Αλέξανδρος.

Η Λυδία κίνησε να βρει κεριά και ο Αλέξανδρος να φύγει. Τίποτα από τα δύο δεν έγινε. Έξω μαινόταν μια χιονοθύελλα. Και στη σκάλα πίσω μας, σύρονταν βήματα. Τίποτα όμως δεν ξεπρόβαλε μπροστά μας.

Η Λυδία ήρθε να με τραβήξει κοντά τους και ο Αλέξανδρος με πλησίασε, μουδιασμένος και αυτός. Δεν ήταν φαντασία μας. Το ζήσαμε όλοι.

-“Πάω να δω τη γεννήτρια του Δημήτρη, Αλέξανδρε, έλα μαζί μου”, είπε ο πατέρας του!

Η Λυδία, με τράβηξε προς την καρέκλα.

-Όλα θα πάνε καλά, ξέρω πως δεν τα περίμενες όλα αυτά. Ο θείος σου, πάντα πονούσε που δε σε έφερναν στο χωριό. Όταν μέναμε μαζί του, πάντα πήγαινε και έπινε τον καφέ του, πίσω στις βιολέτες που είχε φυτέψει προς τιμήν σου.

-Μισό λεπτό, κυρία Λυδία! Κάτι δεν πάει καλά στο σπίτι, καταλάβατε τι ζήσαμε; Αφήστε τις αναμνήσεις, τι γνωρίζετε;

-Βιολέτα μου, σε αυτό το σπίτι, έχουν συμβεί πολλά.

-Όταν λέτε πολλά;

Η Λυδία δεν πρόλαβε να μου πει τίποτα. Στον επάνω όροφο, άρχισαν να κλείνουν οι πόρτες η μία, μετά την άλλη, με μανία. Ο θόρυβος προφανώς ακούστηκε και έξω. Ο Αλέξανδρος με τον Μάρκο, έτρεξαν προς τα εμάς. Τους εξηγήσαμε τι συνέβη. Η Λυδία πιο ψύχραιμη, μα φανερά τρομαγμένη. Εγώ έτρεμα σαν το ψάρι.

-“Ίσως είναι καλύτερα να πάμε για ύπνο”, είπε ο Αλέξανδρος, “…αφού δεν παίρνει μπρος προς το παρόν η γεννήτρια. Έχω μιλήσει με όσους έπρεπε, θα επιληφθούν. Το πρωί, όλα θα είναι καλύτερα”.

-Εγώ δεν ανεβαίνω. Ειδικά εφόσον δεν παίρνει μπροστά η γεννήτρια. Θα μείνω εδώ. Υπερεκτιμημένος και ο ύπνος, τους είπα.

Καταλήξαμε στους καναπέδες.

Στον ένα οι γονείς του, στον άλλο εμείς. Ένιωθα μια οικειότητα με τον Αλέξανδρο. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω, μιας και σήμερα τον γνώρισα. Αλλά ήταν, σαν η ψυχή μου να τον αναγνώριζε και να ένιωθε ασφαλής μαζί του.

Γύρω στις 3 το ξημέρωμα, συνειδητοποίησα πως έχω ξαπλώσει σχεδόν πάνω του. Ντράπηκα και πήγα να σηκωθώ. Στη σκάλα άρχισαν πάλι, ήχοι από βήματα. Βαριά βήματα! Ο Αλέξανδρος, με τράβηξε αγκαλιά του, και έκρυψε το πρόσωπο μου, στο στέρνο του. “Μη μιλήσεις” μου ψιθύρισε. Ο φόβος μου αδιανόητος. Τα βήματα, μας πλησίασαν. Μια σκοτεινή αύρα αιωρούνταν στον αέρα. Άνομη! Απόκοσμη! Ύστερα, τα βήματα άρχισαν να ξεμακραίνουν. Στο μυαλό μου, ήρθε το γράμμα του θείου. Μόλις ένιωσα τον χώρο να καθαρίζει, έβαλα τις φωνές.

-Κυρία Λυδία, ξυπνήστε. Ξυπνήστε σας παρακαλώ!

-Ηρέμησε γλυκιά μου, ξύπνιοι ήμασταν, ξέρουμε τι έγινε.

-Τι είναι στην κόκκινη πόρτα;

-Βιολέτα, εγώ δεν…

-Είπατε πως χρωστάτε πολλά στον θείο μου. Αυτό το σπίτι δεν είναι ασφαλές, δεν το βλέπετε; Αν έξω, δεν υπήρχε η χιονοθύελλα, θα είχα ήδη φύγει. Πείτε μου τι συμβαίνει.

Η αλήθεια

-“Ούτε και εμείς ξέρουμε ακριβώς.”, είπε η Λυδία. ” Όταν μέναμε εδώ, ο θείος σου πάντα μας προέτρεπε να μη δίνουμε σημασία. Τον πιέσαμε άπειρες φορές, αλλά πάντα μας έλεγε, πως η αλήθεια πρέπει να μείνει κρυφή, για το καλό όλων. Ειδικά το δικό σου. Τον τάραζε αυτή η ερώτηση κάθε φορά και δε θέλαμε να τον φέρνουμε σε δύσκολη θέση, μας βοηθούσε. Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ, είναι η ανάγκη του, να μην ανοίξουμε ποτέ την κόκκινη πόρτα”.

Θείε, αν με ακούς εκεί ψηλά συγνώμη, αλλά το σπίτι σου δεν είναι ασφαλές. Και πρέπει να μάθω, τι υπάρχει σε αυτή την κόκκινη πόρτα.

Ξημέρωνε σιγά σιγά, άνοιξα την εξώπορτα και άρχισα να τρέχω στα πλάγια του σπιτιού. Η χιονοθύελλα είχε σταματήσει και το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Με το ζόρι περπατούσα, αλλά έπρεπε να μάθω!

Η κόκκινη πόρτα, δεν ήταν επιβλητική. Ήταν απλά κόκκινη και ξύλινη. Μα, με μια δική της αύρα, σχεδόν κοροϊδευτική. Σαν να ξέρει, πως πίσω της, υπάρχει μια βαρύγδουπη αλήθεια.

Με ακολούθησαν όλοι. Η Λυδία προσπάθησε να με αποτρέψει. Ο Αλέξανδρος από την άλλη, κράτησε σφιχτά το χέρι μου. Από υποστήριξη, από φόβο; Δεν ξέρω, ούτε υπάρχει χρόνος να το αναλύσω.

Πήρα μια πέτρα και άρχισα να χτυπάω με δύναμη την κλειδαριά. Ο Μάρκος προσπάθησε να με σταματήσει, αλλά ξαφνικά έσπασε! Η κόκκινη πόρτα άνοιξε! Και η αλήθεια ήταν πια μπροστά μας.

Η Λυδία έβγαλε μια κραυγή. Ο Μάρκος έκανε δυο βήματα πίσω, σοκαρισμένος. Ο Αλέξανδρος με κράτησε σφιχτά και μπήκαμε στο δωμάτιο.

Ο θείος μου, δεν ήταν ξένος στην ιστορία τους!

Ερευνούσε την υπόθεση της Λυδίας. Οι τοίχοι είχαν φωτογραφίες, σε κάποια σκονισμένα τραπέζια υπήρχαν έγγραφα. Είχε ανακαλύψει τα πάντα για τη μυστική κοινωνία και τις εγκληματικές της ενέργειες. Γι’ αυτό βοήθησε τόσο τη Λυδία, χωρίς να κάνει πολλές ερωτήσεις.

Τα μυστικά της κόκκινης πόρτας όμως, δε σταματούν εδώ. Υπήρχε και μια παραφυσική διάσταση, αν κρίνω απ’ τα όσα είχαν συμβεί, πριν αγοράσει τη γη και το σπίτι ο θείος μου! Πριν προλάβουμε όμως να τα αναλύσουμε, η ατμόσφαιρα άλλαξε. Τα τζάμια άρχισαν να χτυπούν. Σαν χέρια να πάλευαν να τα σπάσουν. Οι τοίχοι έβγαζαν κραυγές, σαν να μας ούρλιαζαν τα γεγονότα. Βγήκαμε τρέχοντας. Πήγαμε στο σπίτι και πήραμε τα πράγματα μου. Φύγαμε για το σπίτι του Αλέξανδρου.

Τρία χρόνια αργότερα…

-Βιολέτα μου, πάμε;

-Αλέξανδρε, το μετάνιωσες καθόλου; Που άφησες το αξίωμα σου, το σπίτι σου και ήρθαμε εδώ, μακριά απ’ όσα γνώριζες;

-Ποτέ. Εσύ και η μικρή μας Κασσάνδρα, είστε τα πάντα για μένα. Πάμε όμως, γιατί αν αργήσουμε λίγο ακόμα, θα μας σκοτώσει η γιαγιά της που της “κλέβουμε χρόνο με την εγγονή της” χαχα

Μπήκαμε λοιπόν στο αυτοκίνητο. Αυτά που ανακαλύψαμε στην κόκκινη πόρτα, πάντα θα με στοιχειώνουν.

Και τα παραφυσικά και τα εγκληματικά. Στο σπίτι αυτό, πριν πολλά πολλά χρόνια, είχαν γίνει άνομα πράγματα. Το είχε κατακλύσει το κακό. Πώς έζησε ο θείος μου εκεί δεν ξέρω. Η κόκκινη πόρτα, ήταν βαμμένη με αίμα. Το γκρεμίσαμε το σπίτι. Φέραμε και έναν ιερέα γιατί πραγματικά κάτι δεν πήγαινε καλά. Και το δωρίσαμε στο χωριό, με σκοπό να γίνει εκκλησία, του Αγίου Δημητρίου, προς τιμήν του θείου μου.

Αυτές οι σκοτεινές σκέψεις, έσβηναν βέβαια κάθε φορά, που κοιτούσα το παιδί μου. Τη μικρή μου Κασσάνδρα.

Τις σκέψεις μου, διέκοψε η σύγκρουση. Κάποιος μας χτύπησε. Πέφτουμε στο χαντάκι.

Η τελευταία μου σκέψη, ήταν αυτή, το παιδί μου.

Πριν με τραβήξει το σκοτάδι, άκουσα κάποιον να λέει: “Πάρτε την, πάρτε το μωρό”….

……………♥︎……………

Η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας.

Φυσικά, οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική!

2 απαντήσεις στο “«Η κόκκινη πόρτα» της Μαρίνας Τσαρδακλή”

  1. Giannis Pit Άβαταρ

    Η Μαρίνα Τσαρδακλή πιάνει τη σκυτάλη από το πρώτο της διήγημα, την «Κασσάνδρα» για να δώσει ένα ακόμα διήγημα αγωνίας, με την εξαίρετη συμμετοχή της.

    Μια σύνδεση, πραγματικά υπέροχη, δυνατή, αγωνιώδης, που βάζει γέφυρες για την περαιτέρω ανάπτυξή της.

    Μαρίνα μου, ένα μεγάλο μπράβο.

    Μου αρέσει!

  2. Giannis Pit Άβαταρ

    Pantelidoy Oyrania

    Αν κατάλαβα καλά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο.

    Οι φωνές που ζητούσαν το παιδί ήταν από την άλλη πλευρά;

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε