«Ή μήπως της φάνηκε έτσι;» από τη Μαρία Γ.

Published by

on

7 λεπτά

Τι περίμενε;

Να έρθει κάποιος από το πουθενά; Να βάλει τις άτακτες σκέψεις της σε τάξη; Να μετανιώσει για την ώρα και την στιγμή που ξεκίνησε;  Αυτό το περιπετειώδες ταπεραμέντο της που την ωθούσε πάντα στο αδιανόητο, κατάφερε κι αυτή τη φορά να κάνει το θαύμα του.

«Πωλείται παλιά αγροικία στην περιοχή Μηλιές της Βόρειας Εύβοιας», έγραψε στην αγγελία και τη δημοσίευσε πριν καν δει τι ακριβώς θα πουλήσει. Όταν το σκέφτηκε, αποφάσισε το ίδιο παρορμητικά να πάρει το αυτοκίνητο και να έρθει να δει το παλιό σπίτι από κοντά. Ποιος να φανταστεί τώρα, τι την περίμενε Γενάρη μήνα! Μα Γενάρη μήνα; Ναι Γενάρη μήνα με Αλκυονίδες. Αλκυονίδες στην Αθήνα. Εδώ όμως; Και πού να ξέρω εγώ το «εδώ όμως»; Υπάρχει και το meteo.gr. Ναι, καλά…(ο μονόλογος πάλι!)

Μια κομψή νιφάδα εντελώς ακίνδυνη ήρθε και κόλλησε με νάζι πάνω στο παρμπρίζ. Δεν την πρόσεξε καν. Έψαχνε απεγνωσμένα στην τσάντα της να βρει ένα σνακ για να σταματήσει το τρέμουλο της πείνας. Τίποτα. Βρήκε όμως μια τσίχλα φράουλα. Από το τίποτα καλή κι αυτή. Δεύτερη νιφάδα, πιο ζωηρή  απ’ την πρώτη, κόλλησε στο παρμπρίζ. Η Μαργαρίτα άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου και προσπάθησε να βάλει εμπρός τη μηχανή. «Είναι καιρός να του δίνω». Μια, δυο προσπάθειες…τίποτα. Ξανά. Τίποτα.

«Μην προσπαθείς. Δεν θα πάρει», άκουσε να της λέει μια αντρική φωνή και αμέσως ένιωσε τον άγνωστο να προσπαθεί να χώσει το κεφάλι του μέσα απ’ το ανοιχτό τζάμι. Τρόμαξε κι έβαλε τις φωνές. Τρόμαξε κι εκείνος απ’ την αντίδρασή της κι έκανε ένα βήμα πίσω.

«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε η Μαργαρίτα κλείνοντας με σπασμωδικές κινήσεις το τζάμι του παραθύρου. Ο άντρας κάτι είπε, αλλά εκείνη δεν τον άκουσε και ξαναρώτησε.

«Ποιος είσαι; Τι θέλεις; Από πού ξεφύτρωσες εσύ;» 

Δεν την άκουγε, αλλά άρχισε να χειρονομεί έντονα προσπαθώντας να της πει κάτι. Οι νιφάδες στο μεταξύ πύκνωσαν. Σε δευτερόλεπτα ένα λεπτό στρώμα πάχνης είχε καλύψει το παρμπρίζ περιορίζοντας σημαντικά την ορατότητα της. Του φώναξε να φύγει. Δεν την άκουγε. Το μόνο που εκείνος έβλεπε ήταν μια παλαβή γυναίκα που φώναζε χειρονομώντας προς το μέρος του. Σήκωσε τους ώμους του κι απομακρύνθηκε. Εκείνη κατατρομαγμένη προσπάθησε πάλι να βάλει εμπρός τη μηχανή, αλλά μάταια. Απορροφημένη απ’ την προσπάθεια, ξαφνιάστηκε όταν είδε το χέρι του να καθαρίζει το παρμπρίζ και να κολλάει πάνω του ένα χειρόγραφο σημείωμα.

«Μη φοβάσαι. Είμαι αγροφύλακας. Πάρε με τηλέφωνο. Θα είμαι στο αυτοκίνητό μου 69735…». Τότε μόνον πρόσεξε η Μαργαρίτα το αγροτικό που ήταν παρκαρισμένο πίσω της. Δίστασε για δευτερόλεπτα, αλλά τελικά αποφάσισε να τον καλέσει.

«Έλα..» Η αγριοφωνάρα του της έκοψε το αίμα.

«Συγγνώμη για πριν. Με τρομάξατε».

«Το κατάλαβα. Τι κάνεις εδώ πάνω; Μόνη σου είσαι;»

«Για δουλειά ήρθα και τώρα φεύγω, αλλά η μηχανή δεν παίρνει μπροστά».

«Βενζίνη έχεις;»

«Έτσι θα ερχόμουν από Αθήνα;»

«Απ’ τις γυναίκες οδηγούς όλα τα περιμένω. Για κοίτα το λαμπάκι. Ανάβει;»

«Όχι».

«Καλά, έρχομαι να δω αν μπορώ να…» Η σύνδεση διακόπηκε απότομα. Ο αγροφύλακας βγήκε από το αυτοκίνητό του και πλησίασε πάλι το δικό της. Στάθηκε στο παράθυρο και περίμενε. Περίμενε και η Μαργαρίτα από μέσα.  Είχε ξυλιάσει από το κρύο. Της έκανε νόημα να ανοίξει το παράθυρο.  Η Μαργαρίτα έφερε δυο γυροβολιές το κασκόλ στο λαιμό της και κούμπωσε μέχρι πάνω το μπουφάν που φορούσε. Μετά, κατέβασε λίγο το τζάμι και του είπε:

«Δείξε μου την ταυτότητά σου»

Ο αγροφύλακας σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό ζητώντας προφανώς βοήθεια άνωθεν. 

«Να στη δείξω αλλά κοίτα μη βάλεις πάλι τις φωνές γιατί, μα το Θεό, θα σε παρατήσω και θα φύγω», είπε και κόλλησε την ταυτότητα στο παράθυρό της. «Αντώνης Αποστολίδης – αγροφύλακας κ.λ.π κ.λ.π.». 

» Ηρέμησες; Άνοιξε τώρα το παράθυρο να συνεννοηθούμε». Η Μαργαρίτα υπάκουσε χωρίς άλλες αντιρρήσεις.

«Για βάλε μπρος», της είπε απότομα.

«Σου είπα και πριν, δεν παίρνει».

«Βάλε μπρος κοπέλα μου που σου λέω!» Η Μαργαρίτα έκανε την προσπάθεια αλλά χωρίς αποτέλεσμα. 

«Για να δω μπαταρία σου. Έχεις;» Είχε. «Ίσως είναι η μίζα. Μπορεί και κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Εδώ που είμαστε και μ’ αυτό τον καιρό δεν μπορώ να κάνω πολλά. Έλα, θα σε κατεβάσω εγώ στο χωριό με το δικό μου».

«Δεν πάω πουθενά. Εδώ θα μείνω».

«Τι να κάνεις εδώ; Θα σε φάνε οι λύκοι».

«Έχει λύκους;» Ο αγροφύλακας χαμογέλασε πλατιά.

«Δεν έχει; Στο βουνό είσαι».

Η Μαργαρίτα το κλωθογύρισε στο μυαλό της και στο τέλος αποφάσισε να δεχτεί την πρότασή του. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και ξεκίνησαν. Λίγα μέτρα πιο κάτω ο Αντώνης αναγκάστηκε να σταματήσει. Το χιόνι έπεφτε με ορμή και είχε κλείσει το δρόμο. Ο δυνατός βοριάς πάγωνε ό,τι εύρισκε στο πέρασμά του.

«Την πατήσαμε. Πρέπει να ζητήσω βοήθεια», είπε και έπιασε το κινητό του. Νεκρό. «Το κέρατό μου μέσα – συγγνώμη ρε κοπελιά – δεν έχει σήμα». 

«Μήπως έμεινες από μπαταρία;» Η Μαργαρίτα βρήκε την ευκαιρία να πάρει τη ρεβάνς. 

«Είναι φορτισμένο, σήμα δεν πιάνει». Εκείνη τον κοίταζε με απόγνωση και θυμό μαζί. 

«Τι με κοιτάς έτσι; Εγώ φταίω; Δώσε μου το δικό σου». Το ίδιο και το δικό της. 

«Άντε πάμε πίσω, θα ξεπαγιάσουμε αν μείνουμε εδώ πέρα».

«Ενώ εκεί θα το γλυτώσουμε…», γκρίνιαξε η Μαργαρίτα. Αυτή τη φορά δεν της απάντησε. Περιορίστηκε να της ρίξει μια δολοφονική ματιά – ή μήπως έτσι της φάνηκε;  

Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε ο Αντώνης να γυρίσει το αυτοκίνητο και να πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Ο καιρός είχε αγριέψει για τα καλά. Όταν έφτασαν, πάρκαρε δίπλα στο δικό της και βγήκε απ’ το αγροτικό χωρίς να πει λέξη. Κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Η Μαργαρίτα δεν κουνήθηκε ρούπι απ’ τη θέση της παρά τον παρακολουθούσε που απομακρυνόταν.

«Βγες, δεν έχει νόημα να κάθεσαι εκεί. Πάμε σπίτι», της φώναξε από απόσταση.

«Το σπίτι είναι ερείπιο!»

«Ό,τι και να είναι, καλύτερο είναι», απάντησε εκείνος με ύφος που δεν σήκωνε κουβέντα.

Όταν μπήκαν στο σπίτι, ο Αντώνης έριξε μια ματιά γύρω του.

«Εδώ θα μείνουμε μέχρι να βρούμε λύση. Το χειμωνιάτικο στο ισόγειο έχει τουλάχιστον τζάκι, είναι πλακόστρωτο και το ταβάνι του γερό».

Βρήκε ξύλα και άναψε φωτιά. Έφερε κι ένα λιόπανο απ’ το αγροτικό, μαζί με φρέσκο ψωμί, διπλωμένο σε μια πετσέτα, ελιές κι ένα μπουκάλι κρασί. Στο απορημένο βλέμμα της Μαργαρίτας απάντησε:

«Πάντα έχω μαζί μου κολατσιό, εδώ στις ερημιές που γυρίζω».

Εκείνη δεν σχολίασε τίποτα. Κάθισε στον ξύλινο πάγκο που βρήκε σε μια γωνιά του δωματίου και συνέχισε να τον παρατηρεί. Ο Αντώνης ήταν μεσόκοπος με γκρίζα μαλλιά και παχύ μουστάκι. Τα χέρια του φαίνονταν δυσανάλογα λεπτά σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα του, μα οι κινήσεις τους ήταν σταθερές και σίγουρες. Έκοψε μια φέτα ψωμί, έριξε στη χούφτα της μερικές ελιές και της είπε:

«Έλα να φας στη φωτιά. Θα ξεπαγιάσεις».

«Καλά είμαι», απάντησε εκείνη μουδιασμένη απ’ το κρύο.

«Έλα. Δεν τρώω ανθρώπους».

Έφαγαν το λιτό γεύμα τους, ήπιαν κρασί και η γλώσσα τους λύθηκε. Η αρχική ένταση υποχώρησε σιγά σιγά και οι κουβέντες τους έγιναν πιο φιλικές.

«Τέτοιο σπίτι και θέλεις να το πουλήσεις; Πέτρινο, ψηλοτάβανο με θέα τον κάμπο της Ιστιαίας, κι αν ανέβεις πιο πάνω βλέπεις και το Αιγαίο. Στη θέση σου θα το έφτιαχνα και θα πέρναγα εδώ τα καλοκαίρια μου».

«Δίκιο έχεις, Airbnb μπορεί να γίνει».

«Τι να γίνει;»

Η Μαργαρίτα γέλασε με την ασχετοσύνη του Αντώνη μέχρι που εκείνος συμπληρώνοντας τα λόγια του πρόσθεσε: 

«Κάλλιο να το γκρέμιζα παρά να το έδινα στους ξένους. Βαλθήκατε όλοι σας να κάνετε τα σπίτια σας ξενώνες».

Οι ώρες κύλισαν απρόσμενα ευχάριστα για τη Μαργαρίτα. Η παρέα του Αντώνη αποδείχτηκε απολαυστική. Πέταγε έξυπνες ατάκες, δεν μάσαγε τα λόγια του και φαινόταν άνθρωπος διαβασμένος. Οι συζητήσεις τους βάθυναν, μίλησαν για τη ζωή τους, τα εφηβικά τους όνειρα, τους αποτυχημένους γάμους τους και το μέλλον που διαγραφόταν ζοφερό για όλη την ανθρωπότητα. Μετά, άρχισαν να αστειεύονται, να διηγούνται ιστορίες, κι όταν νύχτωσε για τα καλά, εκείνος έστρωσε το λιόπανο κοντά στη φωτιά. Ξάπλωσαν ο ένας δίπλα στον άλλον και της έδωσε το μπράτσο του για μαξιλάρι.

Μια τόση δα στιγμή έφτασε για να δει η Μαργαρίτα τη ζωή με άλλα μάτια. Ο βοριάς έγινε μαΐστρος, το λιόπανο σκαρί κι ανοίχτηκε στο Αιγαίο.  Ταξίδευαν μαζί σε μια ήρεμη θάλασσα με τον λαμπρό ήλιο πάνω απ’ τα κεφάλια τους, να τους ζεσταίνει. Οι έννοιες της εξαφανίστηκαν μεμιάς.  Έκλεισε τα μάτια της. Ένας βαθύς αναστεναγμός έκανε το στήθος της ν’ αναπηδήσει. Της έσφιξε το χέρι. Το ξεχασμένο παιδικό παράπονο αγάπης στριμώχτηκε άτσαλα στο διάφραγμα της. Βούρκωσε, πάλεψε να το κρύψει και είπε:

«Είδα μια σαύρα στον τοίχο της κάμαρας, προηγουμένως…»

«Θαυμάσια, έχουμε και παρέα», μουρμούρισε ο Αντώνης ενώ τα ακροδάχτυλά του άγγιξαν φευγαλέα το μάγουλό της. Μα και η φωνή του έφτασε στ’ αυτιά της σχεδόν στοργική. Ή μήπως της φάνηκε έτσι; 

Τέλος

3 απαντήσεις στο “«Ή μήπως της φάνηκε έτσι;» από τη Μαρία Γ.”

  1. Giannis Pit Άβαταρ

    Ένα ακόμα διήγημα, από την αγαπημένη μας φίλη, τη Μαρία Γ. Ένα διήγημα, που κρατά καλά «κρυμμένα» τα ενδότερα «χαρτιά» του, καθώς στην εξέλιξη της πλοκής του, δεν διαμορφώνεις εικόνα για την τελική του κορύφωση.

    Ένα διήγημα, που βάζει σοβαρά ζητήματα και θέματα για τις επιλογές της ζωής μας και κύρια του τρόπου, που την «ξοδεύουμε». Ένα διήγημα, που συγκινεί, γεμίζει με τρυφερότητα, γκρεμίζει σταδιακά το φόβο και ανοίγει δίαυλους για να φέρει τους ανθρώπους κοντά.

    Μαρία μου, σε ευχαριστούμε.

    Μου αρέσει!

  2. Άιναφετς Άβαταρ

    Καθόλου δεν με ενόχλησε που τέλος δεν δόθηκε στην αφήγηση αλλά άφησε μια ανθρώπινη ζεστασιά και ασφάλεια παρόλο το χιόνι έξω!|
    Έξοχο Μαρία!

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Giannis Pit Άβαταρ

      Πραγματικά, Στεφανία μου. Εκεί αφήνεται η πινελιά της τρυφερότητας να αιωρείται τόσο όμορφα.

      Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε