«Το ζητούμενο είναι η ευτυχία» του Βασίλη Διακοβασίλη

Published by

on

14 λεπτά

«Το ζητούμενο είναι η ευτυχία»

Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπουδαία καριέρα ως διευθυντής πωλήσεων. Οικογένεια δεν δημιούργησε, αν και για κάποια χρόνια διατηρούσε δεσμό με την Αλίκη, τελικά αποφάσισαν από κοινού ότι δεν ταίριαζαν και χώρισαν. Έτσι απλά και όμορφα, δίχως ανώφελα δράματα. Η βασική αιτία του χωρισμού τους ήταν ότι αυτός ήταν τόσο αφοσιωμένος στη δουλειά του, που η προοπτική του γάμου και τα συνακόλουθά του, ποτέ δεν πήραν κάποια θέση στη σκέψη του. Η Αλίκη μεγαλώνοντας, ανακάλυψε ότι δίπλα του είχε χάσει πολύτιμο χρόνο από τη ζωή της ώστε ο χωρισμός να είναι μονόδρομος για εκείνην, που ποθούσε στην ζωή της την ευτυχία που φέρνει μία οικογένεια. Αυτά όμως έγιναν πριν από αρκετά χρόνια.  Τώρα πενηνταπεντάρης πια, έχοντας φτιάξει ένα καλό κομπόδεμα, νιώθοντας όλο και πιο στενάχωρα στην μεγάλη πόλη, τα βρόντηξε όλα και αποφάσισε να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι, να το ανακαινίσει κι αν άντεχε τον βαρύ χειμώνα, που θυμόταν από μικρό παιδί, να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Ήδη ο χειμώνας είχε φτάσει για τα καλά, σίγουρα δεν θα αργούσαν και τα πρώτα χιόνια και πέρα από κάποια βασικά μερεμέτια στην στέγη και τα κουφώματα δεν είχε προλάβει να κάνει πολλά.

Κλεισμένος τις περισσότερες ώρες της μέρας στο πατρικό του, συνήθως με κάποιο βιβλίο στο χέρι, με τη συντροφιά του ραδιοφώνου και τον ήχο των ξύλων να καίνε στο τζάκι, νιώθει να τον τυλίγει μια ζεστή αγκαλιά αναμνήσεων και γλυκών συναισθημάτων. Αναμνήσεων από την παιδική του ηλικία, που συνοδεύονται με την αίσθηση της αγάπης που απλόχερα του είχαν χαρίσει η δικοί του. Κι όλη αυτή η γλυκύτητα έρχεται σε τέλεια αντίθεση με τη τραχιά ζωής της πόλης, που πρόσφατα εγκατέλειψε. Από τη μία είχε να επιλέξει την ήσυχη ζωή, χαμηλών προσδοκιών μα προσωπικής ηρεμίας κι από την άλλη την γεμάτη καθημερινότητα με το συνεχές τρέξιμο που του χάριζε επαγγελματική καταξίωση και το γεμάτο πορτοφόλι. Θεωρητικά εύκολη η επιλογή, όχι όμως γι΄ αυτόν πια.

Αργά το απόγευμα εκείνου του Δεκέμβρη, λίγο ήθελε για να σκοτεινιάσει, άκουσε ένα διστακτικό κτύπημα στην πόρτα. Μετά από λίγο επαναλήφθηκε, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα Παραξενεύτηκε, οι λίγοι κάτοικοι του χωριού τέτοια ώρα είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, παρέα με την τηλεόραση που έπαιζε στη διαπασών. Αφού τσάκισε τη σελίδα που διάβαζε στην πάνω γωνία της, άφησε το βιβλίο στο τραπέζι μπροστά του και πήγε να ανοίξει. Με το άνοιγμα της πόρτας, ένιωσε το υγρό κρύο στο πρόσωπό του ενώ αυτό εισχωρούσε μέσα στο ζεστό σπίτι. Αμέσως αναγνώρισε τη γυναίκα που στεκόταν εκεί μπροστά του, αν και τα βαριά ρούχα που είχε σφίξει πάνω της και το σκουφί στο κεφάλι της ίσως να δυσκόλευαν κάποιον άλλο.

«Μπορώ να περάσω;» ακούστηκε η φωνή της.

Παραμέρισε για να περάσει μέσα και μόνο όταν έκλεισε την πόρτα, μπόρεσε να αρθρώσει την πρώτη του λέξη.

«Μαρίνα;»

«Εγώ είμαι! Βοήθησέ με να βγάλω αυτά από πάνω μου, φτιάξε μου ένα ζεστό τσάι… ή δώσε μου ένα δυνατό ποτό και τα λέμε μετά.»

Με αμήχανες κινήσεις πήρε το χοντρό μπουφάν και το σκουφί, που του έδωσε και το κρέμασε σε μια σειρά καρφιών μαζί με το δικό του, δίπλα στην πόρτα. Φορούσε ένα ζεστό κόκκινο φόρεμα, εφαρμοστό πάνω της, κλειστό ως το λαιμό και μακρύ ως τους αστραγάλους. Το σουλούπι της, νευρώδες, τα μακριά μαύρα μαλλιά της που έπεφταν στους ώμους και την πλάτη της, τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της που τον κοίταζαν, η χροιά της φωνής της, όλα είχαν μείνει ίδια, ανέγγιχτα από τον χρόνο. Λίγα κιλά παραπάνω μόνο είχε πάρει, λογικό, κατ΄ άλλα δεν είχε αλλάξει καθόλου σε αντίθεση με αυτόν, που και πολλά παραπανίσια κιλά είχε αποκτήσει, τα μαλλιά του είχαν αραιώσει και το πρόσωπο του είχε χάσει όλη τη νεανική του λάμψη.

Την οδήγησε ως εκεί που καθόταν, της πρόσφερε θέση δίπλα στο τζάκι και της γέμισε ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί, από αυτό που πάντα είχε πρόχειρο πάνω στο τραπέζι.

«Σου κάνει εντύπωση που βρίσκομαι εδώ;»

«Σίγουρα δεν σε περίμενα!»

«Λάθος σου! Σου το είχα πει. Αν ποτέ γυρίσεις εδώ, μαζί σου θα επιστρέψω κι εγώ.»

«Είναι αλήθεια! Αλλά συνήθως τα λόγια απέχουν από τις πράξεις.»

«Σημασία έχουν οι προθέσεις. Κι εγώ όπως βλέπεις, δεν έλεγα ψέματα.»

«Γιατί δεν έφυγες μαζί μου τότε; Γιατί επέλεξες να παραμείνεις στον τόπο αυτόν, που ελάχιστα είχε να σου προσφέρει;»

«Δεν έχω δώσει ακόμη πειστική απάντηση στον εαυτό μου. Ίσως γιατί δεν μου ταιριάζουν οι μεγάλες πόλεις. Εσύ γιατί είσαι εδώ;»

«Κουράστηκα! Απηύδησα για να το πω πιο ωμά. Δεν άντεξα αν θες! Εσύ; Έκανες οικογένεια;»

«Ναι! Είμαι παντρεμένη, έχω και δυο παιδιά, αγόρι και κόρη, φοιτητές. Μένω στη Δράμα, με τον άντρα μου, οι δυο μας μείναμε…»

«Και πώς τον άφησες; Με ποια δικαιολογία έφυγες;»

«Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε! Μέχρι να τελειώσουν οι αγώνες και να γυρίσει σπίτι, θα έχω επιστρέψει κι εγώ.»

«Άρα δεν επέστρεψες στο χωριό! Μάλλον ήλθες απλώς για να επιβεβαιώσεις, ότι πράγματι βρίσκομαι εδώ.»

«Μάλλον… Ξέρεις, ποτέ δεν μπόρεσα να σε βγάλω από το μυαλό μου. Κι αυτό έκανε όλη τη ζωή μου δύσκολη. Λάθος να μην ακολουθείς την καρδιά σου όταν αυτή σε καλεί. Κι αυτό το λάθος θα το πληρώνω για μια ζωή.»

» Για μια ζωή… Ίσως έπρεπε κι εγώ να επιμείνω περισσότερο τότε. Αλλά βλέπεις βιαζόμουν να φύγω, ήθελα να κατακτήσω τον κόσμο, πίστεψα ότι και χωρίς εσένα θα έβρισκα την ευτυχία. Το δικό μου λάθος!»

«Εσύ; Έκανες οικογένεια;»

«Όχι… δεν έκατσε… μάλλον για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν την επιδίωξα.»

Ο Αλέξανδρος σήκωσε το ποτήρι του, το τσούγκρισε με το δικό της.

«Στην επανασύνδεση μας, λοιπόν!»

«Σήκωσε και η Μαρίνα το δικό της ποτήρι και το έφερε στο στόμα της. Δίστασε μα στο τέλος, με αργές γουλιές το άδειασε.»

«Δεν έπρεπε να το πιω! Ο δρόμος της επιστροφής δεν είναι και τόσο εύκολος. Όπου νάναι νυχτώνει. Μάλλον πρέπει να φεύγω!»

«Θα σε ξαναδώ;»

«Δεν ξέρω! Ίσως! Μάλλον! Θα το επιδιώξω!»

«Δείχνεις αρκετά συγχυσμένη! Κάτσε λίγο ακόμα να ηρεμήσεις και φεύγεις σε λίγο.»

«Αυτό θα κάνω!»

Image by Eirena from Pixabay

Για λίγο κάθισαν και δύο αμίλητοι. Μια περίεργη αίσθηση ευτυχίας είχε
φωλιάσει στις καρδιές και των δύο. Αν κι εκείνη ήξερε ότι σε λίγη ώρα θα τον αποχαιρετούσε κι αυτός αν και ήθελε να την έχει κοντά του για όσο περισσότερο γινόταν, η αίσθηση της ζεστασιάς στην καρδιά τους μαλάκωνε την ψυχή τους. Οι μνήμες και των δύο γύριζαν στις μέρες εκείνες, στα είκοσι τους, όταν τα νιάτα τους ήταν ικανά να τους κάνουν να καρδιοχτυπούν. Τα ξεμοναχιάσματά τους στα στενά σοκάκια του χωριού, το πρώτο τους φιλί, η πρώτη φορά που έκαναν έρωτα μια θεοσκότεινη νύχτα στην πηγή δίπλα στον πλάτανο.

Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε να ρίξει ένα κούτσουρο στη φωτιά που πήγαινε να σβήσει. Σηκώθηκε και η Μαρίνα.

«Πρέπει να φύγω!»

Πήγε ως την πόρτα, ξεκρέμασε τα ρούχα της και με αποφασιστικές κινήσεις ντύθηκε ενώ ο Αλέξανδρος την πλησίασε.

«Είσαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις μέσα στην νύχτα;»

«Μια χαρά θα είμαι.»

Την αγκάλιασε με τον τρόπο που κάνει κάποιος, όχι για να αποχαιρετήσει αλλά για να δείξει την χαρά του, που ξαναέβλεπε ένα αγαπημένο του πρόσωπο μετά από τόσα χρόνια. Την κράτησε για λίγο κι εκεί που θεώρησε ότι αυτό θα κρατούσε για κάποια λεπτά, του ξέφυγε και άνοιξε την πόρτα. Αυτό που αντίκρισαν τους έκανε να συνειδητοποιήσουν ότι η μοίρα θα έκανε πια το δικό της παιχνίδι κι αυτοί απλώς θα έπρεπε να υποκύψουν στις διαθέσεις της. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, σε μεγάλες νιφάδες και ήδη είχε σκεπάσει την αυλή. Σίγουρα, ο έτσι κι αλλιώς δύσκολος δρόμος μέσα από τα βουνά δεν θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση, άσε που θα είχε χαθεί πλέον κάθε ίχνος του.

«Όπως βλέπεις, δεν γίνεται να φύγεις. Εκτός κι αν ήλθες με ερπυστριοφόρο.» της είπε με κρυφή χαρά.

«Μα πρέπει να φύγω!»

Έκλεισε την πόρτα πίσω του, ήδη το κρύο που πρόλαβε να μπει μέσα, είχε ψυχράνει τον χώρο. Την βοήθησε να βγάλει και πάλι το μπουφάν και το σκουφί της και τα κρέμασε στο ίδιο καρφί που βρίσκονταν πρωτύτερα. Εκείνη μπερδεμένη, αγωνιώντας για τον άντρα της που θα γύριζε στο σπίτι και δεν θα την έβρισκε, αλλά απόλυτα παραδομένη, προχώρησε προς τα μέσα και κάθισε και πάλι στη θέση της. Γέμισε το ποτήρι της με κρασί και το άδειασε με τον ίδιο τρόπο, με αργές γουλιές μέχρι το τέλος.

«Μην στενοχωριέσαι, Μαρίνα! Κάποια πράγματα είναι πάνω από τις δυνάμεις μας. Θα φροντίσω να είμαι καλός οικοδεσπότης. Εγώ έτσι κι αλλιώς κοιμάμαι εδώ, δίπλα στο τζάκι. Η κάμαρα μέσα είναι για σένα, θα βάλω και την ηλεκτρική σόμπα να καίει όλη νύχτα, μια χαρά θα είσαι.»

Η αμηχανία ήταν εμφανής και στα λόγια και στις πράξεις τους.

«Θα φτιάξω μια ομελέτα, δεν γίνεται να πίνουμε ξεροσφύρι. Έχω αρκετά αυγά και λουκάνικα στο ψυγείο, μια ομελέτα με το κρασί είναι ότι πρέπει.»

Σηκώθηκε και άρχισε να τηγανίζει, με αρκετή μαεστρία είναι αλήθεια, ενώ η Μαρίνα τον παρατηρούσε αμίλητη. Στο μυαλό της γύριζαν ένα σωρό σκέψεις. Ο άντρας της του οποίου την αγάπη δεν ένιωθε από καιρό πια, τα παιδιά της που τα έβλεπε μόνο στις διακοπές, τα όνειρα που είχε αρνηθεί να κάνει εδώ και χρόνια, την αγωνία της για την αναστάτωση στο σπίτι της αλλά κι αν όλα όσα προμηνύονταν από εδώ και πέρα θα άξιζαν αληθινά. Ο Αλέξανδρος αφού έστρωσε ένα τραπεζομάντηλο στο τραπέζι, στη μέση έβαλε μια πετσέτα, πάνω της άφησε το τηγάνι, έβαλε κι από ένα πιάτο μπροστά τους, έκοψε ψωμί, τοποθέτησε κατάλληλα τα μαχαιροπήρουνα και τις χαρτοπετσέτες, έφερε ακόμα ένα μπουκάλι κρασί και το άφησε δίπλα τους.

«Η νύχτα θα είναι μακριά!» της είπε.

«Εσύ, με έφερνες καμιά φορά στο μυαλό σου; Ή με είχες ξεχάσει ολότελα; Δεν θα ήταν παράξενο!»

«Βλέποντάς με στη πόρτα, πιστεύω να κατάλαβες τη χαρά μου!»

«Ναι, την ένιωσα αλλά δεν μου απάντησες!»

«Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι ποτέ δεν μπόρεσα να δω τον εαυτό μου στα σοβαρά, δίπλα σε κάποια άλλη γυναίκα. Πάντα υπήρχε κάτι, μια σκιά από το παρελθόν, που με κρατούσε πίσω.»

«Εγώ φοβόμουν τη μοναξιά… αν και πάντα ήμουν μόνη και τώρα ακόμη περισσότερο, αφότου έφυγαν τα παιδιά.»

Ο Αλέξανδρος σήκωσε το ποτήρι του, αυτή τη φορά κάνοντας μια πρόποση:

«Στα λάθη μας! Στη μοίρα! Στην ελπίδα!»

Η Μαρίνα τσούγκρισε για δεύτερη φορά το ποτήρι της με αυτό του Αλέξανδρου χωρίς να πει τίποτε. Το έβαλε στο στόμα της , ήπιε μια γουλιά και το άφησε κάτω. Ήδη είχε υπερβεί τα όρια της και το ήξερε. Εκείνος έκοψε την ομελέτα στην μέση και την μοίρασε στα πιάτα τους.

«Δοκίμασε την ομελέτα μου. Όσοι την έχουν δοκιμάσει λένε τα καλύτερα.»

«Πού έμαθες να μαγειρεύεις;»

«Όταν ζεις μόνος σου, μαθαίνεις πολλά πράγματα!»

«Σωστά!»

«Κοίτα Μαρίνα! Βλέπω ότι έχεις χάσει την άνεση που είχες από την ώρα που κατάλαβες ότι δεν θα επιστρέψεις στο σπίτι σου απόψε. Τίποτε δεν είναι τυχαίο στον κόσμο αυτόν! Όλα γίνονται για κάποιον λόγο! Εγώ χαίρομαι που σε έχω εδώ! Ξέρω ότι κι εσύ χάρηκες που με είδες! Τον άντρα σου δεν τον ξέρω! Ούτε ξέρω τι σχέση έχετε. Και δεν με ενδιαφέρει για να είμαι ειλικρινής! Απόψε είμαστε εδώ, μόνο οι δυο μας και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Αν το θεωρείς σκόπιμο, πάρε τον ένα τηλέφωνο και πες του να μην σε περιμένει. Δίχως περιττές εξηγήσεις. Μόνο και μόνο για να μην αγωνιά.»

«Θα το κάνω κι αυτό. Αργότερα!»

Η Μαρίνα έβαλε μια μπουκιά από την ομελέτα στο στόμα της. Με ένα νεύμα επιδοκίμασε τις μαγειρικές του ικανότητες. Πράγματι ήξερε να μαγειρεύει. Ο δικός της ούτε αυγό βραστό δεν μπορούσε να κάνει. Μα γιατί τους συγκρίνει; Τι της χρειάζεται αυτό τώρα;

«Εκτός από τον γάμο και τα παιδιά σου, ασχολήθηκες με κάτι άλλο;»

«Δούλεψα περιστασιακά ως πωλήτρια σε διάφορα καταστήματα ένδυσης, κυρίως αφότου μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά μου. Αλλά τα χρόνια είναι δύσκολα, ο κόσμος δεν ξοδεύει χρήματα κι έτσι κι εμάς δεν μας χρειάζονται τα καταστήματα όλο τον χρόνο. Εσύ; Τι δουλειά έκανες;»

«Ήμουν υπεύθυνος πωλήσεων σε μια μεγάλη εταιρία με παιδικές τροφές. Βρήκα δουλειά εκεί μετά τον στρατό κι ευτυχώς μπόρεσα να εξελιχθώ μέσα στην εταιρία. Κάπου όμως βαρέθηκα, κουράστηκα, πιέστηκα από τον ανταγωνισμό και τα νούμερα που ήθελαν τα μεγάλα αφεντικά και τα παράτησα. Ακόμα δεν ξέρω αν έκανα σωστά! Ο χρόνος θα δείξει.»

«Το ζητούμενο είναι η ευτυχία… και μάλλον κανένας δεν μας δεν μπόρεσε να την βρει.»

«Ναι, πάντα αυτή είναι το ζητούμενο, αλλά εμείς αρνούμαστε να το δούμε. Κι όταν επιτέλους το καταλάβουμε, τότε συνήθως είναι πολύ αργά.»

«Ποτέ δεν είναι αργά αν θέλεις κάτι πραγματικά!»

Η βραδιά συνεχίστηκε στο ίδιο μοτίβο. Άλλοτε θυμούνταν τα ευτυχισμένα χρόνια που έζησαν στο χωριό ως παιδιά, άλλοτε τα δυνατά νεανικά τους καρδιοχτύπια αλλά και τον πόνο του αποχαιρετισμού τους, άλλοτε αναφέρονταν στη ζωή που έκαναν, στα «χαμένα τους χρόνια». Ο Αλέξανδρος μίλησε για την ελπίδα του να βρει όσα είχε χάσει επιστρέφοντας στο μισο έρημο πια χωριό του και η Μαρίνα για την ανίκητη επιθυμία της να τον δει και πάλι, από την στιγμή που έμαθε ότι είχε επιστρέψει. Κάποια στιγμή πήρε τον άντρα της, του είπε ότι ήταν αδύνατον να βρεθεί στο σπίτι τους τη νύχτα εκείνη, είναι όμως καλά και να μην ανησυχεί. Εκείνος ήθελε περισσότερες διευκρινήσεις αλλά η Μαρίνα του έκλεισε το τηλέφωνο.

Το τηλέφωνο της άρχισε να κουδουνίζει, ήταν εκείνος, το έσβησε εντελώς. «Μου είναι άχρηστο απόψε. Πιστεύεις ότι ο χρόνος δίνει δεύτερες ευκαιρίες σε κάποιους, να διορθώσουν όσα έκαναν κάποτε λάθος;» ρώτησε τον Αλέξανδρο.

«Δεν ξέρω για τον χρόνο, αλλά η αποψινή χιονοθύελλα και ο αποκλεισμός σου εδώ, είναι ένα σημάδι που δύσκολα μπορεί κανείς να αγνοήσει. Και για να σου πω την αλήθεια, χαίρομαι! Χαίρομαι που ήλθαν τα πράγματα έτσι!»

Εκείνη σηκώθηκε από τη θέση της, τον πλησίασε και τον φίλησε στο στόμα, εκείνος δεν αιφνιδιάστηκε, το ήξερε από την πρώτη στιγμή που την είδε, ότι κάπως έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα μεταξύ τους, αν όχι εκείνη τη βραδιά κάποια επόμενη σίγουρα. Ανταπέδωσε με θέρμη και σε λίγη ώρα βρίσκονταν γυμνοί, σφιχταγκαλιασμένοι, μπροστά στο αναμμένο τζάκι, στη βαριά φλοκάτα που ήταν στρωμένη μπροστά του, προσπαθώντας να κερδίσουν λίγη από την ευτυχία, που ήξεραν ότι μόνο τα κορμιά τους μπορούσαν να προσφέρουν.

Το πρωί πρώτος ξύπνησε ο Αλέξανδρος, η βαριά μάλλινη κουβέρτα που έριξε πάνω τους, τους κράτησε ζεστούς τη νύχτα μα το τζάκι είχε σβήσει από ώρα. Έπρεπε να το ανάψει, σηκώθηκε τοποθέτησε τα ξύλα με τη σιγουριά εκείνου που ήξερε τον σωστό τρόπο, τα σπινθηροβόλημα της φωτιάς φώτισε και πάλι τον χώρο και η Μαρίνα ξύπνησε αναζητώντας το κορμί του που είχε επιστρέψει δίπλα της. Εκείνος ανταπέδωσε και σε ελάχιστο χρόνο γεύονταν και πάλι την ηδονή, που τόσο είχαν ανάγκη εκείνη την ώρα. Αφού οι ανάσες τους ξαναβρήκαν και πάλι τον κανονικό τους ρυθμό, η Μαρίνα σηκώθηκε, βρήκε τα ρούχα της και άρχισε να ντύνεται. Πλησίασε το παράθυρο και είδε ότι το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό.

«Ακόμα χιονίζει!» ανακοίνωσε με φωνή που κάθε άλλο από αγωνία εξέφραζε. Μάλλον κάποια ευλογία σκέπαζε κάθε άλλο συναίσθημα εκείνη την ώρα.

«Ποιος ξέρει πότε θα ανοίξουν το δρόμο;» συνέχισε.

«Βιάζεσαι να φύγεις;» την τσίγκλησε εκείνος.

«Δεν θα φύγω! Μια φορά σε άφησα να φύγεις μόνος, δεν θα κάνω το ίδιο λάθος και πάλι! Εκτός κι αν εσύ δεν με θέλεις στα πόδια σου.»

«Αυτό κατάλαβες εσύ, Μαρίνα;»

«Όχι, αλλά θα ήθελα να σε ακούσω να το λες!»

«Αυτό μόνο; Σε θέλω εδώ, μαζί μου, κάθε μέρα, κάθε ώρα! Εσύ είσαι έτοιμη;»

«Έτοιμη; … σαν έτοιμη από καιρό, θαρραλέα, αποχαιρετώ το παρελθόν που φεύγει. Θυμάσαι πώς παίζαμε με τα ποιήματα που μαθαίναμε στο σχολείο.»

«Καβάφης, παράφραση του Καβάφη, από το ποίημα του, Απολέιπην ο θεός Αντώνιον. Δεν ξεχνιούνται αυτά! Μπορεί να έμειναν στην άκρη για λίγο αλλά μαζί σου, όλα έρχονται μπροστά μου και πάλι. Σαν να άνοιξε η πόρτα, που μας κρατούσε σε απόσταση.»

Δεν συνέχισαν την κουβέντα. Κάθε ένας χρειαζόταν να αναλογιστεί για μία ακόμη φορά, την υπόσχεση, που μόλις είχε δώσει. Παρασύρθηκαν σαν δεκαοχτάχρονα που εκστομίζουν εύκολα λόγια τα οποία πολύ γρήγορα ξεχνάνε. Κι αυτοί σε ηλικία, που όφειλαν να σκέπτονται πολύ σοβαρά τι λένε σε αυτόν που έχουν απέναντι τους, έδωσαν στον άλλο πολύ περισσότερα απ΄ όσα μπορούσαν να αντέξουν… ή μήπως όχι, μήπως είχαν φτάσει σε εκείνο το σημείο, όπου όλα είναι έτοιμα από καιρό και το μόνο που χρειάζεται είναι η στιγμή, όπου όλα ευθυγραμμίζονται, οι πλανήτες, το πέταγμα της πεταλούδας στην Κίνα, μια μη αναμενόμενη χιονοθύελλα στην άλλη πλευρά της Γης, τα θέλω και τα μπορώ των δύο τους.

Η επιλογή δική σας!!!!

Τέλος

4 απαντήσεις στο “«Το ζητούμενο είναι η ευτυχία» του Βασίλη Διακοβασίλη”

  1. Giannis Pit Άβαταρ

    Ο αγαπητός μας φίλος, ο Βασίλης, πάντα έχει ένα χάρισμα στη συγγραφή του. Χειρίζεται με μεγάλη βαρύτητα, τρυφερότητα και γαλήνη γραφής, το θέμα των ανθρώπινων σχέσεων. Έτσι και εδώ, στο παρόν του διήγημα, μάς δίνει μια πλοκή γεμάτη δυνατά συναισθήματα, νοσταλγία, αναμνήσεις αλλά συνάμα και μια σειρά μηνυμάτων, που έρχονται να μας βάλουν μπροστά σε σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μας.

    Μου αρέσει!

  2. rennesense Άβαταρ

    Το ζητούμενο είναι η ευτυχία Γιάννη μου, και μόνο η καρδιά γνωρίζει πώς θα τη συναντήσει. Μέσα στα πολλά που με τρέχουν αυτή τη χρονιά, να! που βρήκα τον λίγο χρόνο να διαβάσω κάτι..και ήταν τόσο υπέροχο..μα τόσο όμορφο!! Τί ωραία γραφή, πόσο συναίσθημα χωρίς υπερβολές, τί όμορφες εικόνες μου δημιούργησε! Μου αρέσει προσωπικά τα δυνατά συναισθήματα να μην περιγράφονται με υπερβολή, γιατί τότε κάτι χάνουν.. κι εδώ το συναίσθημα. η τρυφερότητα. η αγάπη.. ήταν όντως..απερίγραπτα ! Ένα μπράβο.. έτσι απλά έχω να πω!!

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Giannis Pit Άβαταρ

      Ειρήνη μου, σε ευχαριστούμε πολύ, τόσο για τον πολύτιμο χρόνο σου όσο και για το υπέροχο σχόλιό σου. Ναι, ο Βασίλης έγραψε και μάς έδωσε ένα υπέροχο διήγημα μέσα στην τρυφερότητα και την αγάπη. Και φυσικά, το ζητούμενο είναι η ευτυχία. Ένα αέναο μαρτυρικό ταξίδι για τον άνθρωπο με άπειρες Σειρήνες να καραδοκούν. Την αγάπη μου, Ειρήνη μου.

      Αρέσει σε 1 άτομο

    2. Vasilis Diakovasilis Άβαταρ
      Vasilis Diakovasilis

      Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και χαίρομαι που σου άρεσε ο τρόπος γραφής μου! Έχεις απόλυτο δίκιο, τα αληθινά συναισθήματα δεν χρειάζονται πολλά στολίδια για να εκφραστούν.

      Αρέσει σε 2 άτομα

Σχολιάστε

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε